Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι θέλουμε όλο το δημόσιο να γίνει κράτος πρόνοιας και ίσως γι’ αυτό δεν έχουμε ούτε κράτος, ούτε πρόνοια.
Το πανό που κρέμασαν οι συνδικαλιστές στο υπό κατάληψη υπουργείο Οικονομίας έγραφε: «Φτάνει πια! Θέλουμε να ζήσουμε». Εξέφραζε δε με τον καλύτερο τρόπο την διάχυτη στην Ελλάδα άποψη για τον δημόσιο τομέα. Για πολλούς το κράτος δεν αποσκοπεί στην παραγωγή χρήσιμων υπηρεσιών για την κοινωνία. Είναι απλώς ένα μέσο επιβίωσης για κάποιους. Γι’ αυτό διογκώθηκε και γι’ αυτό δεν συρρικνώνεται. Όλος ο δημόσιος τομέας έχει γίνει κάτι σαν ευρύτερο κράτος πρόνοιας. Σε πολλές περιπτώσεις χρησιμεύει για την πληρωμή των υπαλλήλων του• για να «ζήσουν» κάποιοι.
Φυσικά, το κράτος πρόνοιας είναι ένα συστατικό στοιχείο κάθε σύγχρονης κοινωνίας. Όχι απλώς για λόγους φιλευσπλαχνίας, ούτε μόνο για λόγους κοινωνικής συνοχής. Για να προχωρήσει και να προοδεύσει μια κοινωνία χρειάζεται τις δεξιότητες όλων των μελών της. Πρέπει να μην αφήνει ανθρώπους πίσω, επειδή έτυχε μια κακοτοπιά στην ζωή τους. Πρέπει να τους προστατεύει και να τους δίνει τα εφόδια ομαλής επανένταξης στην παραγωγική διαδικασία. Ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας είναι επένδυση για την χώρα, διότι οι άνθρωποι είναι ο σημαντικότερος πλουτοπαραγωγικός της πόρος. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες, όπου οι ιδέες και οι δεξιότητες των ανθρώπων δημιουργούν συγκριτικό πλεονέκτημα της οικονομίας. Οι δημόσιες επενδύσεις στην υγεία, στην παιδεία και στην πρόνοια δεν είναι σπατάλη, παρά την σπατάλη που εμπεριέχουν. Και με στυγνά λογιστικούς όρους η επένδυση π.χ. στην υγεία είναι μακροπρόθεσμα αποδοτική. Για να το πούμε χυδαία: ακόμη κι αν ένα εκατομμύριο άνθρωποι απολαμβάνουν «αδίκως» τις υπηρεσίες του ΕΣΥ, η επένδυση θα αποδώσει αν επιζήσει εκείνο το παιδί που μετά θα γίνει ο Στίβεν Χόκινγκ.
Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι θέλουμε όλο το δημόσιο να γίνει κράτος πρόνοιας και ίσως γι’ αυτό δεν έχουμε ούτε κράτος, ούτε πρόνοια. Διογκώσαμε το κράτος όχι με όρους αποδοτικότητας, αλλά με όρους «κοινωνίας», που μεταφράζεται σε επαγγελματική αποκατάσταση διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Έχουμε πολλούς γιατρούς και λίγες νοσοκόμες; Φτιάχνουμε κλινικές για την απασχόληση των ιατρών, άσχετα αν αυτές δεν μπορούν να λειτουργήσουν επειδή δεν υπάρχουν νοσοκόμες. Έχουμε καφετέριες και ξενοίκιαστα διαμερίσματα; Ζητάμε ένα ΑΕΙ για να «αναπτυχθεί» η τοπική οικονομία.
Έτσι σε όλο τον κόσμο υπάρχουν φιλόλογοι, φυσικοί, μαθηματικοί ενώ στην Ελλάδα υπάρχουν «αδιόριστοι εκπαιδευτικοί». Η άρρητη παραδοχή δεν είναι η παραγωγικότητα του δημοσίου, αλλά η τακτοποίηση των πολιτών σε μια θεσούλα, η οποία μάλιστα θα είναι μόνιμη. Γι’ αυτό και δεν κλείνουν διάφοροι οργανισμοί που έχουν περαιώσει το έργο τους. Το ερώτημα πάντα είναι «τι θα απογίνουν αυτοί;» των οποίων οι οργανικές θέσεις εξαλείφονται. Εξ ου και η κραυγή των συνδικαλιστών στην παράνομη κατάληψη του υπουργείου Οικονομικών: «Φτάνει πια! Θέλουμε να ζήσουμε». Γι’ αυτούς δεν υπάρχει ζωή μετά το δημόσιο. Χρειάζονται δεν χρειάζονται, έχουμε δεν έχουμε λεφτά να τους πληρώνουμε πρέπει να μισθοδοτούνται διότι «θέλουμε να ζήσουμε». Γι’ αυτούς ολόκληρο το δημόσιο είναι κάτι σαν πολυτελές ταμείο ανεργίας. Πρέπει να υπάρχει ανέπαφο και μεγάλο για χάρη τους΄Ή όπως λένε για κοινωνικούς λόγους…
Δημοσιεύτηκε στον δικτυακό τόπο protagon.gr στις 17.10.2011