Η υπαρκτή φτώχεια χρησιμοποιείται ως εμπροσθοφυλακή ή και βιτρίνα. Στόχος είναι η συνέχιση της χρηματοδότησης του κράτους κατά ριπάς.
Πραγματικά «προκαλεί σοκ η καταγγελία εκπαιδευτικών «ότι μικροί μαθητές λιποθυμούν στα σχολεία επειδή πεινάνε» που δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (12.10.2011). Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα: «Η καταγγελία έγινε κατά τη διάρκεια σύσκεψης σωματείων και φορέων της εκπαίδευσης του 7ου Διαμερίσματος Αθηνών. Πείνα, ποιος θα το φανταζόταν ότι αυτός ο εφιάλτης θα επανέκαμπτε για να χτυπήσει μαθητές από σχολεία των υποβαθμισμένων γειτονιών του 6ου Διαμερίσματος. Λιποθυμούν επειδή πάσχουν από ασιτία, γιατί οι γονείς είναι άνεργοι, τα τελευταία λεφτά φαγώθηκαν από καιρό και το ψυγείο είναι άδειο… Ετσι “σώζουν” την Ελλάδα!».
Αυτή η καταγγελία που κυκλοφορεί μέρες στο Διαδίκτυο διανθισμένη με τις ανάλογες ασπρόμαυρες φωτογραφίες της Κατοχής (της πραγματικής και ουχί αυτής που ισχυρίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ) προκάλεσε ενδιαφέρον. Μόνο που πέρα από τα λυρικά του παραπάνω δημοσιεύματος και τα επικά της ακροτελεύτιας φράσης, για να γίνει το δημοσίευμα είδηση απαιτεί κάποια επιπλέον στοιχεία· το κλασικό: «ποιος, πού, πότε, πώς και γιατί». Το «γιατί» είναι κατανοητό· «φταίνε οι νεοφιλελεύθερες επιλογές». Τα υπόλοιπα λείπουν. Ποιος έκανε την καταγγελία; Σε ποιο σχολείο υπήρξαν λιποθυμίες; Τι έγιναν τα παιδιά; Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα δεν λείπουν μόνο από τους αναγνώστες, λείπουν και από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Δήμου ή του κράτους που βοηθούν σε τέτοιες περιπτώσεις.
Κανείς βεβαίως δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτή η κρίση δεν πλήττει βαρύτερα τα πιο ευάλωτα στρώματα της κοινωνίας. Είναι βαρύ να φορολογούνται κάποιοι εκτάκτως για τα 300 τετραγωνικά μέτρα στην Εκάλη, αλλά είναι πολύ βαρύτερο να μένουν κάποιοι άλλοι χωρίς δουλειά. Οι δεύτεροι πρέπει να προστατευτούν από το κοινωνικό σύνολο για να σταθούν και πάλι στα πόδια τους και να επανενταχθούν με τους καλύτερους δυνατούς όρους στην παραγωγική διαδικασία.
Μόνο που οι γενικόλογες καταγγελίες δεν βοηθούν. Οχι μόνο τις υπηρεσίες που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα, αλλά ούτε και την κοινωνία να συνειδητοποιήσει τα προβλήματα. Σε ποιον κάνει εντύπωση πλέον η φράση «μισθοί πείνας», όταν οι ίδιοι συνδικαλιστές μιλούσαν για «μισθούς πείνας» το 2004, το 2006 και το 2008 και το 2011; Τα κλισέ και ο πληθωρισμός της συγκίνησης, που έχει γίνει σταθερά του αριστερού λόγου, δεν βοηθούν. Συσκοτίζουν τα πραγματικά προβλήματα και αναισθητοποιούν τους πολίτες.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι και η κοινωνική πολιτική του κράτους γίνεται χύμα. Οσοι θυμούνται το «επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης» που μοίρασε η κυβέρνηση το 2008, ξέρουν ότι το πήραν λίγοι που το χρειάζονταν και πολλοί που φοροδιαφεύγουν. Τότε βέβαια που νομίζαμε ότι «λεφτά υπάρχουν», η κυβέρνηση μπορούσε να χρηματοδοτεί κατά ριπάς, ελπίζοντας ότι κάποια λεφτά θα πάνε εκεί που πρέπει. Τώρα, όμως, οι παρεμβάσεις πρέπει να είναι στοχευμένες.
Αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να δουλέψει το κράτος. Πόσο πιο επαναστατικό θα ήταν αν η ΑΔΕΔΥ αντί να καταλαμβάνει τις υπηρεσίες, τις έκανε να δουλέψουν επαρκώς για τους πολίτες, ειδικά για εκείνους που το έχουν μεγαλύτερη ανάγκη; Μόνο που στόχος των συνδικαλιστών και των πολιτικών τους συνοδοιπόρων δεν είναι η φτώχεια. Αυτή χρησιμοποιείται ως εμπροσθοφυλακή ή και βιτρίνα. Στόχος είναι η συνέχιση της χρηματοδότησης κατά ριπάς. Αυτή που βοηθά ελάχιστα τους μη έχοντες, αλλά είναι προσοδοφόρα για τους υπόλοιπους.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 16.10.2011