
«Η Γέννηση ενός Έθνους» (The birth of a Nation) υπήρξε ταινία σταθμός στην ιστορία του κινηματογράφου. Κατατάχθηκε 44η στις 100 καλύτερες όλων των εποχών από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Η Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου την χαρακτήρισε ως «πολιτιστικά, αισθητικά και ιστορικά σημαντική» κι αυτοί που ξέρουν γράφουν ότι «ο σκηνοθέτης Ντ. Γ. Γκρίφιθ χρησιμοποιώντας πανοραμικές μακρινές λήψεις, κοντινά πλάνα και νυχτερινές λήψεις, άλλαξαν τα δεδομένα στον παγκόσμιο κινηματογράφο και γι’ αυτό το λόγο θεωρείται και πρωτοπόρος».
Όμως αυτή η τρίωρη ταινία του βωβού κινηματογράφου έχει ένα πρόβλημα. Βασίζεται στο βιβλίο του Τόμας Ντίξον «The Clansman», ήτοι σε σε ελεύθερη μετάφραση «Ο άνδρας της (Κου Κλουξ) Κλαν» και παρουσιάζει τα «δεινά» του Αμερικανικού Νότου μετά την απελευθέρωση των δούλων κατά την Εποχή της Ανασυγκρότησης. Επιπλέον υμνεί τους «Λευκούς Ιππότες», που απονέμουν δικαιοσύνη δια λιντσαρισμάτων εγχρώμων. Οι τελευταίοι είναι εκ προοιμίου βιαστές, κλέφτες και δολοφόνοι.
Mετά την προβολή της ταινίας το 1915, αναβίωσε και διογκώθηκε η ξεχασμένη Κου Κλουξ Κλαν, η οποία ακόμη και τον 19ο αιώνα ήταν περιθωριακή οργάνωση. Το 1925 έφτασε τα 5 εκατομμύρια μέλη! Ξέσπασαν επιθέσεις λευκού όχλου εναντίων των μαύρων κοινοτήτων σε διάφορες πόλεις των ΗΠΑ, ενώ έρευνες δείχνουν ότι τον πρώτο μήνα της προβολής της πενταπλασιάστηκαν τα λιντσαρίσματα εγχρώμων.
Ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι «Η Γέννηση ενός Έθνους» είναι κομμάτι της ιστορίας. Υπήρξε, τηρουμένων των αναλογιών, και ένα από τα μεγαλύτερα blockbuster όλων των εποχών. Το ερώτημα όμως είναι: τι κάνουμε με αυτήν την πολιτιστική κληρονομιά; Την παρουσιάζουμε ως μνημείο τέχνης στα παιδιά, χωρίς μάλιστα να πούμε πόσο φριχτό είναι το αφήγημα της;
Ας μην ξεχνάμε ότι ένα πολιτιστικό δημιούργημα δεν είναι απλώς το γκρο-πλαν, οι πανοραμικές λήψεις, οι εικαστικές καινοτομίες. Τέτοιες είχε και «Η Θέληση της Δύναμης» της Λένι Ρίφενσταλ, που υμνούσε το ναζιστικό καθεστώς. Ένα έργο τέχνης πρωτίστως λέει κάποια ιστορία. Και το αφήγημα της προαναφερθείσας ταινίας είναι κάποιοι «blackface» (μουτζουρωμένοι λευκοί ηθοποιοί που υποδύονται μαύρους) «κυριαρχούν στον Νότο μετά τον Εμφύλιο», κοιτούν τον φακό με δόλιο βλέμμα, κυνηγούν λευκές παιδούλες, τις βιάζουν, αλλά ευτυχώς στο τέλος έρχονται οι ιππότες με τα κωνικά καπέλα και τις λευκές ρόμπες και αποδίδουν δικαιοσύνη λιντσάροντας τον ένοχο.
Μαζί με την ταινία ήρθε και το πρώτο woke ξέσπασμα, το πρώτο χάπενινγκ της cancel culture από τα κάτω, με διαδηλώσεις μαύρων ακτιβιστών έξω από τους κινηματογράφους, μια αποτυχημένη απόπειρα να απαγορευθεί η ταινία και μια εξίσου αποτυχημένη απόπειρα να μποϊκοταριστεί.
Λέμε «από τα κάτω» διότι η «κουλτούρα ακύρωσης» έχει μακρά ιστορία και χαρακτηρίζει εξουσιαστικές σχέσεις. Τώρα που οι όροι δεν είναι ακόμη αυστηρά δομημένοι πρέπει να σκεφτούμε: μήπως δεν ακυρώθηκε ολόκληρος ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός όταν κυριάρχησε (με την βούλα του αυτοκράτορα) ο Χριστιανισμός;
Τα ρεύματα σκέψης που θεωρούμε μοντέρνα έχουν μακρά ιστορία, πολλές πηγές και πολλές διακλαδώσεις. Από τις τελευταίες σημαντικό είναι αυτό που συνέβη την δεκαετία της αμφισβήτησης, όταν δίπλα στην κυρίαρχη άποψη του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, για ίσα δικαιώματα εντός της ίδια κοινωνίας, εμφανίστηκε η «μαύρη υπεροχή», ο «μαύρος εθνικισμός» (Μαύροι Πάνθηρες) που έφτανε μέχρι την απόσχιση σε ένα «Έθνος του Ισλάμ». Αντίστοιχες -αν και ανόμοιες- ριζοσπαστικές απόψεις εμφανίζονται στο φεμινιστικό κίνημα και αργότερα στις gay κοινότητες· δεν υπήρχε τότε ο όρος ΛΟΑΤΚΙ κ.λπ.
Θα προσπεράσουμε πολλά για να φτάσουμε στην σημερινή εποχή, ένα χαρακτηριστικό της οποίας είναι η εξάπλωση των κοινωνικών δικτύων. Κατ’ αρχήν είναι άδικο να φορτώνουμε σε αυτά όλα τα προβλήματα της σύγχρονης εποχής. Η «Οικονομία της Προσοχής» προϋπάρχει του facebook, twitter κ.λπ. Απλώς τώρα εκδημοκρατίστηκε. Το «publish or perish» (δημοσίευσε ή εξαφανίσου) δεν χαρακτηρίζει μόνο τους πιτσιρικάδες που πρέπει διαρκώς να αναρτούν καινούργια stories για να μην «εξαφανιστούν» από το Instagram ή το Tik-Tok. Τα «κλικ», όπως και οι ακαδημαϊκές παραπομπές (citations) δεν έχουν πρόσημο. Για την επιτυχία κάποιου αρκεί να υπάρχουν, σε σημείο που δεν πρέπει πλέον να μιλάμε για «Οικονομία της Προσοχής» αλλά «Οικονομία του Φασαρία να Γίνεται».
Δεν θα σταθούμε στις υπερβολές, στους παραλογισμούς, στους μεταμοντερνισμούς, που ασπάζονται ή και προωθούν, κάποιοι φανατικοί της νέας κουλτούρας. Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε για τα καθ’ ημάς ότι «ακόμη δεν τον είδαμε, ολοκληρωτισμό τον είπαμε». Αυτό που γίνεται με τον «Γουοκισμό» είναι αντίστοιχο της εγχώριας πάλης κατά του ανύπαρκτου στην χώρα μας νεοφιλελευθερισμού· μέχρι την δεκαετία της χρεοκοπίας υπήρχαν εκατοντάδες βιβλία κατά του «επάρατου», αλλά οι κλασικοί (Χάγιεκ, Φρίντμαν κ.ά.) δεν είχαν μεταφραστεί.
Πέντε (καθαρά) «αντι-γουόκ» βιβλία έχουμε μέχρι στιγμής μετρήσει, χωρίς να υπολογίζουμε τα του Πασκάλ Μπρικνέρ και άλλων επικριτικών των νέων ρευμάτων στοχαστών. Να μην παρεξηγηθούμε: καλά είναι τα περισσότερα από αυτά και χρήσιμα όλα. Απλώς πρέπει να επισημάνουμε την ανισορροπία στην δημόσια συζήτηση, κάτι που ζήσαμε με με την συζήτηση για την οικονομία και το πληρώσαμε με την χρεοκοπία. Έτσι ζούμε το εξής παράδοξο: σε μια χώρα που ο όχλος προπηλακίζει ΛΟΑΤΚΙ άτομα στην Θεσσαλονίκη, πολλοί ανησυχούν για τα προβλήματα της woke culture, όπως ακριβώς λίγο πριν την χρεοκοπία ανησυχούσαμε όλοι για τα προβλήματα στις αερομεταφορές που θα δημιουργούσε η πώληση της Ολυμπιακής.
Ίσως πρέπει να ξεχωρίσουμε την ήρα από τα στάρι, την μόδα από την παράδοση, την προσοχηθηρία από την ουσία. Το έντονο σκούρο μακιγιάζ δεν είναι blackface, το blackface δεν παραπέμπει κατ’ ανάγκην στην παράσταση Jim Crow και σίγουρα δεν υπάρχει αυτή η παράδοση στην Γαλλία. Ο Jim Crow ήταν χαρακτήρας σε θεατρική παράσταση σόλο (κάτι σαν standup comedy όπως θα λέγαμε σήμερα), που είχε μεγάλη επιτυχία στα μέσα του 19ου αιώνα. Τον υποδυόταν βαμμένος ένας λευκός ηθοποιός και γελοιοποιούσε, σε σημείο απανθρωποποίησης, τους εγχρώμους. Είχε σημαντική επίδραση στις ΗΠΑ κι έφτιαξε ολόκληρο ψυχαγωγικό ρεύμα που ονομάστηκε blackface minstrel shows με τα ίδια ρατσιστικά χαρακτηριστικά. Ήταν τόση η επιρροή που οι νόμοι διαχωρισμού και καταπίεσης των μαύρων στον αμερικανικό νότο ονομάστηκαν «Jim Crow Laws».
Συνεπώς η ευαισθησία για το blackface έχει κάποια βάση στις ΗΠΑ. Όπως λέει ο καθηγητής στο Washington State University, David Leonard (history.com 13.2.2019) «είναι μια επιβεβαίωση της εξουσίας και του ελέγχου. Επιτρέπει σε μια κοινωνία να φαντάζεται συστηματικά και ιστορικά τους Αφροαμερικανούς ως μη ολοκληρωμένους ανθρώπους. Χρησιμεύει για να εκλογικεύσει τη βία και τον διαχωρισμό του Jim Crow». Αυτό όμως ουδόλως δικαιολογεί την ακύρωση της παράστασης «Ικέτιδες» του Αισχύλου, στην Σορβόνη, όπου κάποιοι ηθοποιοί έβαλαν σκούρο μακιγιάζ για να αναπαραστήσουν τις Δαναΐδες, οι οποίες σύμφωνα με τον μύθο, είχαν καταγωγή από την Αίγυπτο. Και σίγουρα δεν δικαιολογείται η αναπαράσταση στο άλλο άκρο, όταν το Netflix παρουσίασε την απόγονο των Πτολεμαίων Κλεοπάτρα ως «μαύρη βασίλισσα».
Από την άλλη πλευρά δεν είναι κακό και ίσως να έχει εκπαιδευτικό περιεχόμενο η προειδοποίηση για ρατσιστικό περιεχόμενο ακόμη και στα κλασσικά έργα. Δεν εννοούμε ότι αυτά πρέπει να ξαναγραφούν για να ταιριάξουν στις σύγχρονες αντιλήψεις όπως έγινε με τα παιδικά βιβλία του Ronahld Dahl. Αλλά ένας πρόλογος, μια συζήτηση με τα παιδιά, που να εξηγεί τις διαφορές αντιλήψεων που υπήρχαν όταν γράφτηκαν τα έργα με τις σημερινές βοηθά τον αναγνώστη να κατανοήσει την εξέλιξη του πολιτισμού μας. Στο κάτω, κάτω της γραφής προειδοποιητικές επισημάνσεις υπάρχουν στα έργα με σεξουαλικό περιεχόμενο και ουδείς διαμαρτύρεται γι’ αυτό ασχέτως αν όλοι ξέρουμε ότι το σεξ -σε αντίθεση με τον ρατσισμό- δεν σκότωσε κανέναν.
Αυτή η συντηρητική υποκρισία έγινε πιο εμφανής πριν μερικά χρόνια όταν απομακρύνθηκαν τα αγάλματα των πρωταγωνιστών του Εμφυλίου στον αμερικανικό Νότο. Κάποιοι -ακόμη και στην Ελλάδα- έχυσαν μαζί με τον Ντόναλτ Τραμπ μαύρο δάκρυ για την απομάκρυνση του αγάλματος του Στρατηγού των Νοτίων Λι από το Σάρλοτσβιλ της Βιρτζίνια. «Θλίβομαι που βλέπω την ιστορία και τον πολιτισμό της μεγάλης χώρας μας να κατακομματιάζονται από την απομάκρυνση των πανέμορφων αγαλμάτων και μνημείων» έγραψε στο twitter (17.8.2017) ο πρώην Αμερικανός Πρόεδρος.
Φυσικά δεν στάθηκε στο αξιοπερίεργο που κατέγραψε ένας ιστορικός, ότι ο Ρόμπερτ Ε. Λι (1807-1870) είχε τις μεγαλύτερες αποτυχίες σε ένα πόλεμο και τα περισσότερα αγάλματα: «Δεν υπάρχει ίσως στην παγκόσμια ιστορία κάποιος άλλος στρατηγός που κέρδισε τόσο σεβασμό αν και απέτυχε τόσο συχνά στις μάχες». Ούτε στάθηκαν στο γεγονός ότι αρκετά από τα αγάλματα που απομακρύνθηκαν μετά το 2017 (δηλαδή μετά την δολοφονία δια ασφυξίας του μαύρου Τζορτζ Φλόιντ από αστυνομικό) είχαν ανεγερθεί κατά την δεκαετία του ’60, ως απάντηση της λευκής πλειοψηφίας του Νότου στο διογκούμενο κίνημα για πολιτικά δικαιώματα (Civil Rights Movement).
Συνεπώς το ερώτημα είναι ποια ακριβώς ιστορία αποσιωπάται από την απομάκρυνση αυτών των αγαλμάτων. Η ιστορία του Αμερικανικού Εμφυλίου, ή η ιστορία των γινατιών που κράτησαν οι ηττημένοι λευκοί του Νότου, για την απελευθέρωση των μαύρων δούλων και την ισότητα δικαιωμάτων;
Ας μην ξεχνάμε ότι τέτοιες εκφάνσεις ζήσαμε και στην χώρα μας κατά την μεταπολίτευση, όταν στα πλαίσια της συμφιλίωσης αποσύρθηκαν αγάλματα και επιγραφές της μετεμφυλιακής Ελλάδας του στιλ «εσφαγιάσθη υπό των κομμουνιστοσυμμοριτών». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τότε είχαμε cancel (της) culture του εμφυλίου.
Από την άλλη πλευρά πρέπει να αναρωτηθούμε. Πρέπει να υπάρχουν σε κεντρικές πλατείες αγάλματα σαν του Edward Colston και μάλιστα με την επιγραφή «ένα από τα πιο ενάρετα τέκνα της πόλης» χωρίς καν να αναφέρεται -για να μαθαίνουν τα νέα παιδιά- ότι αυτό το «ενάρετο τέκνο» του Μπρίστολ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους εμπόρους Αφρικανών σκλάβων τον 17ο αιώνα και τουλάχιστον 20.000 άνθρωποι πέθαναν μέσα στα καράβια του;
Υπάρχουν πολλές εκφράσεις «Γουοκισμού» και «κανσελκουλτουρισμού». Πολλές, ίσως η περισσότερες έχουν να κάνουν με την ανάγκη απόκτησης δημοφιλίας, έστω, για 15 λεπτά. Το ίδιο όμως ισχύει και για εκείνους τους πολέμιους που θα χρησιμοποιήσουν τις απέναντι ακραίες εκφάνσεις, έτσι ώστε να φτιάξουν «επιχειρήματα αχυρανθρώπου». Από την άλλη πλευρά όμως πρέπει να ξεριζωθούν αντιλήψεις που θέλουν τις γυναίκες μόνο στην κουζίνα, άντε και στο κρεβάτι, τους μελαμψούς δευτερεύοντες ανθρώπους, τους Εβραίους «τσιφούτηδες» ή κυβερνήτες του κόσμου, τους μουσουλμάνους Ισλαμιστές, τους ομοφυλόφιλους «ανώμαλους», τους μετανάστες εξ ορισμού «παραβατικούς» κ.λπ. Η κάθαρση της γλώσσας δεν θα λύσει αυτομάτως όλα τα προβλήματα, αλλά είναι μια αρχή.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 28.4.2024