Στην Ελλάδα ζούμε και τίποτε δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση. Ούτε καν το γεγονός ότι το 2019 μια αριστερή κυβέρνηση με έντονο αντιεπιχειρηματικό πνεύμα άφησε 1,5 δισ. ληξιπρόθεσμα χρέη προς ιδιώτες, ενώ στα χρόνια τού κατά φαντασίαν «νεοφιλελευθερισμού» αυτά τα χρέη άρχισαν να διογκώνονται: από 1,8 δισ. ευρώ το 2020-2021, σε 2,36 δισ. το 2022, σε 2,8 δισ. το 2023, στα 3,05 δισ. το 2024 κι έπεται συνέχεια.
Βεβαίως το κράτος είναι «κιμπάρης» και ουδείς θα χάσει τα λεφτά του, αλλά αυτό το χασομέρι έχει πραγματικές επιπτώσεις στην οικονομία και στα δημόσια οικονομικά. Από τους σοβαρούς επιχειρηματίες λείπουν τα λεφτά να επενδύσουν ή να τακτοποιήσουν δικές τους υποχρεώσεις, δημιουργώντας έτσι δευτερογενές –ιδιωτικό αυτήν τη φορά– χρέος. Ολοι θα μεταφέρουν το κόστος της καθυστέρησης είτε στους καταναλωτές είτε στην επόμενη προσφορά που θα κάνουν στο Δημόσιο, αφού εκ των πραγμάτων πρέπει να υπολογίσουν το κόστος της καθυστέρησης στην είσπραξη.
Δυστυχώς, όσο απομακρυνόμαστε από τη δεκαετία της κρίσης, πάψαμε να κουβεντιάζουμε τα στραβά της οικονομίας. Οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης, για παράδειγμα, ήταν 88,3 δισ. το 2019. Το 2023 έφτασαν στα 111,6 δισ. πλησιάζοντας τις δαπάνες 128,5 δισ. του annus horribilis 2009. Σύμφωνοι! Τα μεγέθη, λόγω πληθωρισμού και άλλων παραγόντων, δεν είναι απολύτως συγκρίσιμα. Επίσης, το 2019 ήταν η πρώτη χρονιά εκτός μνημονίων και έπρεπε να διορθωθούν διάφορες αδικίες που έγιναν στην τούρλα της κρίσης. Συνεπώς, το ανησυχητικό δεν είναι το ύψος των δαπανών· εξάλλου, ως ποσοστό του ΑΕΠ είμαστε χαμηλά, στο 48%. Αυτό που πρέπει να μας προβληματίσει είναι το γεγονός ότι τα δημόσια οικονομικά σταμάτησαν να απασχολούν τον δημόσιο διάλογο. Δεν συζητάμε πια ούτε τη σκοπιμότητα των δημοσίων δαπανών, ούτε το ύψος τους, ούτε τα χρέη που αφήνουν πίσω τους. Δεν μετράμε καν τους οργανισμούς και τις αρχές που ιδρύονται. Χρειαζόμαστε, π.χ., την Εθνική Αρχή Διαφάνειας με καταστατικό 20.000 λέξεων (!) που προβλέπει «θέσεις προσωπικού της Αρχής ορίζονται στις πεντακόσιες τρεις (503), μη συμπεριλαμβανομένων των θέσεων του προσωπικού Ειδικών Θέσεων» (ΦΕΚ 1991/24.5.2020);
Το χείριστο, δε, είναι ότι εξακολουθούν οι προ κρίσης συνήθειες των κυβερνήσεων. Δεν αναφερόμαστε μόνο στις προεκλογικές ευαισθησίες για τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, αλλά στο γεγονός ότι το Σύνταγμα προβλέπει ότι «κάθε νομοσχέδιο και κάθε πρόταση νόμου που συνεπάγονται επιβάρυνση του προϋπολογισμού, εφόσον υποβάλλεται από υπουργούς, δεν εισάγεται για συζήτηση, αν δεν συνοδεύεται από έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που καθορίζει τη δαπάνη (…) το ίδιο ισχύει και για τις τροπολογίες, αν το ζητήσουν οι αρμόδιοι υπουργοί» (αρ. 75). Παρ’ όλα αυτά, τα νομοσχέδια συνεχίζουν να εισάγονται χωρίς να καθορίζεται η δαπάνη και με γενικόλογες φράσεις του στυλ «προκύπτει επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό». Πόση; Την προηγούμενη φορά το μάθαμε στη νεκροψία της οικονομίας.
Τα μνημόνια είχαν διπλό σκοπό. Ο βραχυπρόθεσμος –που πόνεσε πολύ– ήταν η αριθμητική διόρθωση των δημόσιων οικονομικών, διότι είχαν στερέψει οι πηγές δανεισμού που τα μπάλωναν. Ο μακροπρόθεσμος στόχος ήταν να φτιάξουμε εκείνους τους θεσμούς και να κόψουμε τις παλιές συνήθειες που οδήγησαν τη χώρα στα βράχια. Ετσι αποκτήσαμε Ανεξάρτητη Στατιστική Αρχή, για να ξέρουμε πού ακριβώς βρισκόμαστε και να μη σχεδιάζουμε με βάση Greek Statistics, έγινε ΑΔΑΕ η παλιά Γενική Γραμματεία Εσόδων, για να μην κάνουν παιγνίδι με τους φορολογικούς ελέγχους οι εκάστοτε υπουργοί, αλλά δυστυχώς απέμειναν πολλά για να μπορέσουμε να πούμε πως η οικονομία χαίρει άκρας υγείας. Με άλλα λόγια, γλιτώσαμε από το οξύ έμφραγμα του 2009, αλλά ας μη νιώθουμε ασφαλείς αν δεν κόψουμε τα τσιγαράκια που κάνουμε στη ζούλα…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 27.4.2025