Ας ξεκινήσουμε από τα αυτονόητα, τα οποία –ως συνήθως στην Ελλάδα– χρήζουν επανάληψης. Πρώτον: Δεν υπάρχει πολιτικός, παγκοσμίως, που θέλει να βάζει φόρους. Ολοι προτιμούν να μοιράζουν τα λεφτά της φορολογίας. Επομένως ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών κ. Κωστής Χατζηδάκης αυτοκτονεί πολιτικώς ζητώντας να εισπράξει από τους ελεύθερους επαγγελματίες 600 εκατ. ευρώ, από τα 40 δισ. ευρώ που κυκλοφορούν στην αγορά αλλά δεν εμφανίζονται στη φορολογία εισοδήματος. Κατά τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, «το συνολικό δηλωθέν εισόδημα φυσικών προσώπων στην ΑΑΔΕ το 2021 ήταν περίπου 84 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 66 δισ. ευρώ ή 79% από μισθωτές υπηρεσίες και ναυτικό εισόδημα. Την ίδια χρονιά η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ ήταν υψηλότερη κατά περίπου 40 δισ. ευρώ» («Καθημερινή», 31.10.2023).
Δεύτερον: Η φοροδιαφυγή των μικρών επαγγελματιών ανθεί παντού, ακόμη και στα πιο προτεσταντικά σπίτια. Αλλά στην Ελλάδα το 94,5% των επιχειρήσεων είναι πολύ μικρές (απασχολούν το 55,8% των εργαζομένων και παράγουν το 30,6% της προστιθέμενης αξίας) έναντι 5% των μικρών, 0,5% των μεσαίων και 0,1% των μεγάλων επιχειρήσεων. Οι αυτοαπασχολούμενοι αποτελούν το 30% των εργαζομένων. Επομένως η απάντηση στο ερώτημα που κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο «τι κάνει η Γερμανία με τον υδραυλικό που δεν κόβει απόδειξη» είναι ότι δεν πολυασχολείται. Αν τον βρει θα τον τιμωρήσει αυστηρά, αλλά έχει φορολογικά έσοδα από τις μικρές (10-50 άτομα προσωπικό), μεσαίες (50-250 άτομα) και μεγάλες επιχειρήσεις, ώστε να μη χρειάζεται οριζόντιες νομοθεσίες για τις πολύ μικρές. Σίγουρα πάντως οι γερμανικές φορολογικές αρχές θα προβληματίζονταν γιατί κάποιος να κρατάει ένα μαγαζί με εισόδημα 5.000 ευρώ τον χρόνο, όταν μπορεί να βγάζει τα διπλά δουλεύοντας ως σερβιτόρος στο δίπλα.
Κακά τα ψέματα. Η πολύ μικρή επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα ανθεί γιατί έχει κίνητρα, συνήθως εις βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας. Το πιο ορατό κίνητρο είναι η φοροδιαφυγή, επειδή είναι το πιο ογκώδες, αλλά υπάρχουν κι εκείνοι που θα κλέψουν δύο τετραγωνικά από το πεζοδρόμιο για επιπλέον τραπέζια («τι να κάνω; Αλλιώς δεν βγαίνω…»), άλλοι που ρυπαίνουν («αυτό είναι το πρόβλημα; Δεν βλέπεις που…»), ο επιχειρηματίας αυτοκινητιστής που δεν συντηρεί το όχημά του και κλείνει την εθνική οδό («έλα, μωρέ, τώρα…») κ.λπ.
Μακροοικονομικώς εμφανίζεται και ένα ακόμη πρόβλημα. «Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2023), το 69,1% των ΜμΕ στην Ελλάδα δραστηριοποιείται σε κλάδους υπηρεσιών χαμηλής έντασης γνώσης και σε κλάδους της μεταποίησης χαμηλής τεχνολογίας (…) σε αντιδιαστολή με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, οι ελληνικές ΜμΕ δραστηριοποιούνται σε μεγαλύτερο βαθμό σε κλάδους των υπηρεσιών και της μεταποίησης με χαμηλό τεχνολογικό και γνωσιακό περιεχόμενο, γεγονός που επιδρά αρνητικά στην παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας και περιορίζει τις δυνατότητες παραγωγής και εξαγωγής προϊόντων και υπηρεσιών έντασης τεχνολογίας και γνώσης» (Γιάννης Στουρνάρας, 22.9.2023).
Το αποκαλούμενο «χαράτσι» του κ. Χατζηδάκη είναι κίνηση λογικής. Αν μετά τρία χρόνια αφορολόγητης δραστηριότητας το μαγαζί δεν βγάζει ούτε τα προς το ζην, κάποιος λογικός που δεν κλέβει είτε το κλείνει είτε βρίσκει τρόπους οικονομικής προόδου· π.χ. οι δικηγόροι σχηματίζουν εταιρείες, οι υδραυλικοί συνεταιρισμό για να βρίσκουν ευκολότερα πελάτες και να έχουν οικονομίες κλίμακας όταν αγοράζουν όσα τους χρειάζονται. Η λογική «κρατώ το μαγαζί ανοιχτό και δηλώνω τα μισά από το μεροκάματο ανειδίκευτου εργάτη» δεν στέκει, ούτε α λα ελληνικά. Ας το κάνει ΜΚΟ, στην οποία θα εργάζεται ο ίδιος με τον βασικό μισθό, έτσι ώστε να έχει ένα πιάτο φαΐ σπίτι του.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 5.11.2023