Οι πολίτες καμώνονται ότι τηρούν τη νομιμότητα, η ΕΛ. ΑΣ. καμώνεται ότι ελέγχει και όλοι οι υπόλοιποι καμωνόμαστε ότι ζούμε σε μια ευνομούμενη κοινωνία.
Η οδός Κοβεντάρου, στην Κοζάνη, είναι ένας πεζόδρομος που σφύζει κάθε βράδυ από ζωή. Είναι σε κατοικημένη περιοχή, αλλά στα ισόγεια των πολυκατοικιών υπάρχουν μόνο μπαρ. Εχει πολύ κόσμο και εκκωφαντική βαβούρα. Κάθε μαγαζί παίζει τη δική του μουσική στη διαπασών, με αποτέλεσμα να καταλήγει στα αυτιά ένας ακαθόριστος ήχος πολλών ντεσιμπέλ.
Μέχρις εδώ δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Από τη στιγμή που χιλιάδες άνθρωποι κάνουν διά του οβολού τους αυτήν την επιλογή ψυχαγωγίας και αφού οι περίοικοι δεν ενοχλούνται (ή, αν ενοχλούνται, δεν αντιδρούν) αυτού του τύπου η διασκέδαση είναι μια καθ’ όλα θεμιτή επιλογή.
Το πρόβλημα ξεκινά γύρω στη 1 το πρωί, όταν ξαφνικά χαμηλώνει η μουσική. Επί μία δεκαετία και πλέον παίζεται στο κέντρο της Κοζάνης ένα σόου νομιμότητας. Περνούν δύο αστυνομικοί με στολή, η μουσική χαμηλώνει ξαφνικά και μετά ένα λεπτό -μόλις δηλαδή περάσει η περίπολος- τα ηχεία ξαναρχίζουν να ουρλιάζουν μέχρι πρωίας. Αυτό το σόου νομιμότητας, ίσως επειδή γίνεται καθημερινά, δεν προξενεί πλέον καμία εντύπωση στους γηγενείς. Μόνο κάποιοι επισκέπτες μιλούν για «νόμους ισχύος του ενός λεπτού».
Εδώ μπαίνει ένα βασικό ερώτημα. Ποιος κοροϊδεύει, ποιον; Δηλαδή: κοροϊδεύουν οι μαγαζάτορες τους αστυνομικούς που περνάνε, χαμηλώνοντας για ένα λεπτό τον ήχο. Κοροϊδεύουν οι αστυνομικοί που ελέγχουν κάνοντας ότι δεν ακούνε; Κοροϊδεύει ο διοικητής της αστυνομίας που στέλνει τους αστυνομικούς τάχα μου να επιβλέψουν την εφαρμογή του νόμου; Κοροϊδεύουν οι πολιτικοί (βουλευτές, δήμαρχοι, νομάρχες και λοιποί) που πίνουν το ποτό τους εκεί πέρα και βλέπουν ότι ένας από τους κανόνες που θεσμοθέτησαν γίνεται αντικείμενο έμπρακτης χλεύης;
Γιατί, λοιπόν, να κοροϊδεύονται όλοι; Από τη στιγμή που μια κοινωνία αποφάσισε συλλογικά (πολιτικοί, καταστηματάρχες, αστυνομικοί, διοικητές της αστυνομίας και πολίτες) να μην τηρεί έναν νόμο, γιατί να γίνεται όλη αυτή η τελετουργία; Υπάρχει κανένας λόγος να περνούν κάθε βράδυ οι αστυνομικοί; Με τον ρυθμό που αυξάνεται η εγκληματικότητα, δεν είναι ανάγκη να σπαταλιούνται πολύτιμες ανθρωποώρες· σίγουρα χρειάζονται αλλού. Από την άλλη, ίσως να υπάρχει λόγος που οι καταστηματάρχες χαμηλώνουν τη μουσική των μαγαζιών. Παλιότερα οι άνθρωποι χαμήλωναν τον τόνο της φωνής όποτε περνούσε μια κηδεία. Πιθανώς να παρέμεινε ο σεβασμός προς το πτώμα των νόμων που περιφέρουν δίκην Επιταφίου οι δύο αστυνομικοί κάθε βράδυ.
Αυτό είναι ίσως ένα διασκεδαστικό παράδειγμα για το πώς λειτουργεί η ελληνική κοινωνία. Οι πολίτες καμώνονται ότι τηρούν τη νομιμότητα, η ΕΛ. ΑΣ. καμώνεται ότι ελέγχει και όλοι οι υπόλοιποι καμωνόμαστε ότι ζούμε σε μια ευνομούμενη κοινωνία. Με αυτά τα καμώματα όμως αυξάνει το κόστος λειτουργίας αυτής της κοινωνίας. Δηλαδή, μια χώρα χωρίς νόμο, έχει ένα α’ κόστος λόγω της ηχορρύπανσης. Μια κοινωνία που έχει νόμο αλλά δεν τον εφαρμόζει έχει και το κόστος της ηχορρύπανσης, αλλά και το κόστος της δήθεν αστυνόμευσης. Γι’ αυτό λοιπόν ας κόψουμε τουλάχιστον το τελευταίο. Από τη στιγμή που δεν θέλουμε να αλλάξουμε συμπεριφορά και να τηρήσουμε τους νόμους, ας αλλάξουμε τους νόμους. Διότι ένα επιπλέον πρόβλημα είναι ότι στον συγκεκριμένο πεζόδρομο συχνάζουν χιλιάδες νέοι. Αυτοί μαθαίνουν στο μεγάλο σχολειό τής ζωής ότι οι νόμοι είναι ένα πράγμα που χρειάζεται μόνο για να το κοροϊδεύουμε ή έστω για να το περιφέρουμε για ένα λεπτό ανά εικοσιτετράωρο με τα περίπολα της ΕΛ. ΑΣ.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 28.11.2010