Αν θέλαμε όπωσδήποτε μια λέξη για το έργο του Μιχάλη αυτή δεν θα ήταν η λέξη «χιούμορ». Η λέξη που τού ταιριάζει περισσότερο είναι η φαντασία.
Είχα ένα καθηγητή στην Αμερική ο οποίος διαρκώς μας ρωτούσε: «αν μια εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις, τότε γιατί όλες οι φωτογραφίες έχουν λεζάντες;» Ποτέ δεν βρήκα την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα· μάλλον ο αρχικός αφορισμός (που περνιέται για κινεζική παροιμία) είναι λάθος. Κοιτώντας όμως το έργο του Μιχάλη Κουντούρη διαισθάνομαι ότι αυτοί οι υποτιθέμενοι Κινέζοι έχουν δίκιο. Κάθε σκίτσο του Μιχάλη είναι ένα άρθρο από μόνο του. Είναι ένας σχολιασμός στην πραγματικότητα που κανείς από εμάς τους γραφιάδες δεν μπορεί να αποδώσει επαρκώς, όσες λέξεις κι αν γράψει.
Θυμάμαι, για παράδειγμα, ότι την περίοδο που δουλεύαμε μαζί στην «Απογευματινή» είχε ξεκινήσει ένας μεγάλος διάλογος για τα εθνικά θέματα, για τον ρηχό λαϊκισμό που αναπτύσσεται στην βάση της αγάπης που έχει κάθε άνθρωπος για τον τόπο του, και κυρίως για την πατριδοκαπηλία από την οποία, σημειωτέον, πολλοί βγάζουν καλό μεροκάματο. Εμείς γράψαμε τότε χιλιάδες λέξεις προσπαθώντας να αποσαφηνίσουμε τις έννοιες και κυρίως για να αποδομήσουμε τα συνθήματα που θεωρούνται επιχειρήματα, να φωτίσουμε το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί που πουλάνε την αγάπη για την πατρίδα σε πολύ καλές τιμές. Η συμβολή του Μιχάλη σ’ αυτόν τον διάλογο ήταν ένα ασπρόμαυρο σκίτσο που έδειχνε την κλασική του φιγούρα, ένα τύπο με το μαύρο κουστούμι και το ημίψηλο καπέλο, ο οποίος άνοιγε με το φτυάρι έναν τάφο στο σχήμα της ελληνικής σημαίας.
Δεν ξέρω πόσες λέξεις ήταν αυτό το σκίτσο, αλλά το χειρότερο για εμάς τους γραφιάδες είναι άλλο: ούτε καν εγώ θυμάμαι τι γράφαμε εμείς. Θυμάμαι όμως το σκίτσο του Κουντούρη που απέδωσε χωρίς μία λέξη όλα όσα θέλαμε να πούμε.
Το καλύτερο δε για τον ίδιο είναι ότι αυτά τα σκίτσα αν και δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδα δεν ήταν εφήμερα. Κάποια από αυτά υπάρχουν μέσα στα βιβλία που σήμερα παρουσιάζουμε, αλλά όλα έχουν μια διαχρονικότητα ισομεγέθη με τα προβλήματα που πραγματεύονται. Και λίγο παραπέρα: πολλά από τα αντιπολεμικά σκίτσα που υπάρχουν στο δικτυακό του τόπο και θα γίνουν το επόμενο βιβλίο της τετραλογίας, φτιάχτηκαν και δημοσιεύτηκαν για τον πόλεμο στο Ιράκ, το 2003. Παραμένουν όμως επίκαιρα, όχι όσο επειδή είναι ακόμη ζωντανή αυτή η παλαβομάρα του τζούνιορ Μπους, αλλά θα παραμείνουν επίκαιρα όσο γίνονται πόλεμοι. Υπάρχει ένα σκίτσο που δείχνει μια σκακιέρα με τους πεσσούς παρατεταγμένους (βασιλιά, βασίλισσα, αξιωματικούς κ.λπ.) μόνο που στην πρώτη σειρά, εκεί που έπρεπε να υπάρχουν τα πιόνια -οι στρατιώτες- υπάρχουν τάφοι. Αυτή μια εκπληκτική σύλληψη, ένα πολύ ισχυρό αντιπολεμικό μήνυμα με ένα απλό σκίτσο που φτιάχτηκε για τον πόλεμο στο Ιράκ, αλλά απεικονίζει όλους τούς άλλους πολέμους.
Έχω την υποψία ότι όλοι εμείς που βρισκόμαστε το πάνελ καλούμαστε να βάλουμε λεζάντες στο έργο του Μιχάλη Κουντούρη. Δύσκολο. Πρώτον διότι δεν χρειάζεται λεζάντα. Σε αντίθεση με όσα μάς έλεγε ο Πολ Λέβινσον υπάρχουν εικόνες στις οποίες η λεζάντα προσθέτει, υπάρχουν και εικόνες από τις οποίες η λεζάντα αφαιρεί. Για παράδειγμα -τώρα ξαναμπαίνω στην άχαρη διαδικασία να περιγράψω με λέξεις μια εικόνα που ξεπερνά όσες λέξεις κι αν αραδιάσω εγώ, αλλά τέλος πάντων…- στην συλλογή «Game Over» υπάρχει μια βάρκα με ναυαγούς, οι οποίοι φορούν τα πορτοκαλί τους σωσίβια. Η βάρκα είναι τρύπια όμως από την τρύπα δεν αναβλύζει νερό, αλλά ένας πίδακας χαρτονομισμάτων. Εάν σ’ αυτή την εικόνα προσθέσουμε μια λεζάντα που θα λέει «Κρίση του 2008» ή «Πτώχευση της Λίμαν Μπράδερς» καταστρέφουμε την διαχρονικότητα του σκίτσου. Το κάνουμε εφήμερο, ενώ δεν είναι. Αφαιρούμε πληροφορία, αντί να προσθέσουμε.
Αν πάντως θέλαμε όπωσδήποτε μια λέξη για το έργο του Μιχάλη αυτή δεν θα ήταν η λέξη «χιούμορ». Αυτό υπάρχει, αλλά -σε αντίθεση με τον ίδιο- είναι τόσο πικρόχολο που σου κόβεται το χαμόγελο πριν ανθίσει. Υπάρχει για παράδειγμα ένα σκίτσο με τον κλασικό τύπο με το ημίψηλο και το μαύρο κουστούμι σε μια μισοβυθισμένη βάρκα, ο οποίος έχει σηκωμένα τα χέρια ψηλά κρατώντας την καρέκλα.
Η λέξη που τού ταιριάζει περισσότερο είναι η φαντασία. Πως πλάθει στο χαρτί ασύνδετες καταστάσεις, ένα περίεργο σουρεαλισμό ο οποίος όμως βγάζει με την πρώτη ματιά νόημα. Οι εικονογραφήσεις των βιβλίων που έχει κάνει -κι εδώ θέλω να πω ότι πάντα υπερηφανεύομαι, είναι ότι τα πρώτα δύο βιβλία που εικονογράφησε ήταν τα δικά μου για την πληροφορική, απλώς δεν ήταν τόσο καλά βιβλία όσο αυτά του κ. Μπουλώτη- είναι πίνακες ζωγραφικής που όμως βγάζουν νόημα. Δεν νιώθω επαρκής να μιλήσω για την τέχνη του Μιχάλη Κουντούρη, αφήστε που φοβάμαι ότι ισχύει αυτό που είπε κάποιος «το να μιλάς για την τέχνη είναι σαν να χορεύεις για την αρχιτεκτονική». Την καλή τέχνη δεν μπορείς να την εξηγήσεις, την βλέπεις, την νιώθεις. Για παράδειγμα: το μόνο που θα μπορούσε δηλαδή να πει κάποιος για το εξαιρετικό βιβλίο του Χρήστου Μπουλώτη «Ο καλός μάγος Λελουμπλίν μετακομίζει στην Αθήνα» του Χρήστου Μπουλώτη που εικονογράφησε ο Μιχάλης είναι: πάρτε το, διαβάστε το, χαθείτε στην μαγεία του καλού. Το να βάλεις λεζάντα σε ένα τέτοιο έργο πάλι θα αφαιρέσεις, αντί να προσθέσεις.
Τα είπα λοιπόν όλα αυτά για να καταλήξω στην λεζάντα που πάντα ήθελα να βάλω στον Μιχάλη: Ωραίος. και ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος…
Εισήγηση στην παρουσίαση των βιβλίων του Μιχάλη Κουντούρη. Αθήνα 27.11.2010