Η ορθή δευτερογενής χρήση των στοιχείων που πρέπει να δημοσιοποιούν οι αρχές είναι τεράστιο πρόβλημα. Αυτό, όμως, πρέπει να αφορά τη δημοσιογραφική κοινότητα.
Σε αντίθεση με την δημοσιοποίηση των φωτογραφιών των κατηγορούμενων οροθετικών ιερόδουλων, αυτή την φορά δεν υπήρξαν μεγάλες αντιδράσεις για το γεγονός ότι είδαμε σε κανάλια και εφημερίδες τις φωτογραφίες των κατηγορούμενων ως τρομοκρατών. Το έλλειμμα αντίδρασης μπορεί να οφείλεται στο «ψυχοπονιάρικο δίκαιο» που επικρατεί στην χώρα. Οι πράξεις των αρχών ποτέ δεν κρίνονται με βάση κανόνες ή αρχές. Δεν ισχύει το dura lex sed lex· δίκαιο λογίζεται ότι συμφωνεί με την ψυχολογία του κόσμου. Γι’ αυτό το εκκρεμές κινείται μεταξύ του «γιατί τους κρύβουν;» και «γιατί τις δέιχνουν;».
Μπορεί πάλι να σοκαριστήκαμε από τα ρετουσαρισμένα τραύματα και να μην δώσαμε σημασία στο γεγονός της δημοσιοποίησης καθαυτό. Μπορεί επίσης να συνηθίσαμε να βλέπουμε φωτογραφίες κατηγορουμένων σε υποθέσεις τρομοκρατίας. Υπάρχει και το ενδεχόμενο να κατανοούμε ότι η δημιοσιοποίηση τέτοιων στοιχείων βοηθούν στην εξιχνίαση υποθέσεων· μετά την δημοσιοποίηση των φωτογραφιών ανακαλύφτηκε η γιάφκα στο Μαρούσι.
Το αυτό όμως ισχύει και για τα ρατσιστικά εγκλήματα. Η δημοσιοποίηση των φωτογραφιών των κατηγορουμένων μπορεί να οδηγήσει σε εξιχνίαση και άλλων πιθανών επιθέσεων. Αλλά και η δημοσιοποίηση των φωτογραφιών των οροθετικών ιερόδουλων, όσο κι αν την βδελυσσόμαστε, μπορεί να επιβραδύνει την εξάπλωση της ασθένειας. Κάποιοι από τους πελάτες αυτών των ιερόδουλων θα εξεταστούν.
Όμως οι πράξεις των δημοσίων αρχών δεν μπορούν να κρίνονται μόνο από τα πιθανά αποτελέσματα. Τότε αφήνεται άπλετος χώρος για αυθαιρεσία. Μπορεί να «διαπομπεύονται» κάποιοι κατηγορούμενοι και να «προστεύονται» κάποιοι άλλοι. Όσοι πιστεύουν ότι οι «προστατευόμενοι» θα είναι οι πιο αδύναμοι κερδίζουν το πρώτο βραβείο αφέλειας. Γι’ αυτό οι ενέργειες των δημοσίων υπηρεσιών πρέπει να διέπονται από αρχές. Και η πρώτη αρχή στην λειτουργία τους πρέπει να ειναι η διαφάνεια.
Γράφαμε και παλιότερα ότι όπου τέμνεται το δημόσιο με το ιδιωτικό το δημόσιο υπερτερεί. Ακόμη κι αν, ελέω προσωπικών δεδομένων, δεν πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο χ πολίτης κατηγορείται για κάτι, πρέπει να ξέρουμε ότι οι αρχές κατηγορούν τον χ πολίτη για κάποιο αδίκημα. Αυτή η αντιστροφή δεν είναι σχήμα λόγου. Είναι η μόνη ασπιδα προστασίας σε πιθανές αυθαιρεσίες των αρχών. Αν δεν ξέρουμε σε ποιούς απαγγέλλει κατηγορία η δικαιοσύνη δεν μπορούμε να ελέγξουμε την δικαιοσύνη. Αν οι αρχές αποκρύπτουν τις φωτογραφίες των κατηγορουμένων δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασι αν αυτοί κακοποιήθηκαν. Πιστεύει κάποιος ότι θα αντιδρούσε κανείς για την πιθανή κακοποίηση των κατηγορουμένων του Βελεβεντού αν δεν υπήρχαν οι φωτογραφίες; Θα υπήρχαν οι καταγγελίες των δικηγόρων και των συγγενών, αλλά αυτές (λόγω παρελθόντος καταγγελτικού πληθωρισμού) ακούγονται σαν το «λύκος στα πρόβατα». Αφήστε δε ότι μετά τις καταγγελίες θα υπήρχε πάνδημο το αίτημα για την …δημοσιοποίηση των φωτογραφιών.
Το βασικό πρόβλημα με την νομοθετημένη απόκρυψη στοιχείων κατηγορουμένων είναι η λογοκριτική φύση του μέτρου. Επιτρέπει στις αρχές, που πρέπει να είναι υπό διαρκή δημοκρατικό έλεγχο, αν επιλέγουν εκείνες με ποιά στοιχεία θα γίνει αυτός ο έλεγχος. Αυτό είναι ένα ρετούς της πραγματικότητας χειρότερο από αυτό που διαπιστώσαμε για τους κατηγορούμενους ως τρομοκράτες.
Δεοντολογία και λογοκρισρία
Είναι κοινός τόπος στην Ελλάδα να λύνουμε ένα πρόβλημα δημιουργώντας κάποιο άλλο και μάλιστα μεγαλύτερο. Τα προηγούμενα χρόνια, στη χώρα υπήρχε ένα τεράστιο πρόβλημα δεοντολογίας, που εσχάτως άρχισε κάπως να διορθώνεται. Σε κάθε δημοσιοποίηση, από τις αρχές, των στοιχείων κάποιου κατηγορουμένου, οι δημοσιογράφοι κολλούσαν κι ένα επίθετο· συνήθως κλισέ, αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης. Ετσι, κάθε κατηγορούμενος για δολοφονία ήταν «στυγνός δολοφόνος» και κάθε κατηγορούμενος για ληστεία, «αδίστακτος ληστής»· μην αναφέρουμε άλλες «εξυπνάδες»: «τέρας», «πα-τέρας», «Μήδεια» κ.λπ. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος που το μιντιακό σύστημα νόμιζε ότι θα κερδίσει πωλήσεις και αποδοχή του κοινού. Χαϊδεύοντας τα πιο άγρια ένστικτά του. Ηταν ένας ιδιότυπος λαϊκισμός, χειρότερος από αυτόν που ασκούσαν οι πολιτικοί. Σ’ αυτό το πρόβλημα δεοντολογίας, η πνευματική ηγεσία απαίτησε και η πολιτεία νομοθέτησε κάτι χειρότερο· τη λογοκρισία. Οι αρχές, διά νόμου, άρχισαν να προστατεύουν τα «προσωπικά δεδομένα» των κατηγορουμένων, λογοκρίνοντας τα ΜΜΕ. Ταυτόχρονα απέκρυπταν από το ευρύ κοινό τι ακριβώς έκαναν αυτές οι αρχές. Φυσικά, αυτός ο κανόνας είχε κι εξαιρέσεις· συνήθως εκείνες που ευνοούσαν το γκουβέρνο στη συγκυρία: «Τις χειροπέδες τις είδατε;», ρώτησε το 2006 κάποιο κυβερνητικό στέλεχος για τους κατηγορουμένους στο «σκάνδαλο των κουμπάρων». Οταν το κοινό έπρεπε να δει ότι καταπολεμείται η διαφθορά, η εμφάνιση των κατηγορουμένων στα ΜΜΕ δεν ενέπιπτε στον νόμο περί «προστασίας των προσωπικών δεδομένων».
Η ορθή δευτερογενής χρήση των στοιχείων που πρέπει να δημοσιοποιούν οι αρχές είναι τεράστιο πρόβλημα. Αυτό, όμως, πρέπει να αφορά τη δημοσιογραφική κοινότητα. Ο χρωματισμός της είδησης, οι χαρακτηρισμοί κατηγορουμένων ως «στυγνοί δολοφόνοι» ή «αδίστακτοι ληστές» είναι πρόβλημα δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Δεν περιποιεί τιμή στον χώρο μας ότι διαχρονικά παραβιάζονται οι κανόνες της, αλλά, δυστυχώς, η ΕΣΗΕΑ και η ΠΟΕΣΥ είναι πολύ απασχολημένες να απεργούν κατά του καπιταλισμού και του Μνημονίου και δεν προκάνουν να προστατεύσουν το δημοσιογραφικό επάγγελμα και τους κατηγορουμένους. Ομως, οι δεοντολογικές παραβάσεις των δημοσιογράφων και η αβελτηρία των αγωνιστών – συνδικαλιστών τους δεν αποτελούν δικαιολογία για νομοθετημένη λογοκρισία ή αδιαφάνεια εκ μέρους του κράτους. Η λογοκρισία και η αδιαφάνεια σπανίως ευνόησαν τους αδυνάμους· είναι κατά κανόνα υπέρ των ισχυρών.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 8 και 9.2.2013