Η άκριτη αφισοκόλληση υπήρξε μια κατάκτηση της Μεταπολίτευσης και, όπως όλα τα πράγματα που απαγορεύτηκαν από τη δικτατορία, ασκήθηκε επί Δημοκρατίας καθ’ υπερβολή.
Ο τοίχος έχει τη δική του ιστορία…
Δεν υπάρχει, πλέον, τοίχος σε όλη τη χώρα που να έμεινε άθικτος. Αθλια γκράφιτι, ακατανόητα συνθήματα, κουρελιασμένες αφίσες, πολλά «ενοικιάζεται», άλλα τόσα «ζητούνται άτομα για μερική απασχόληση από το σπίτι» και φάτσες τριτοκλασάτων αοιδών. Η αισθητική όλων των πόλεων είναι πλέον, τριτοκοσμική. Στο άθλιο μπετόν και την αμορφία των πολυκατοικιών, με τις βαθυπράσινες τέντες, προστέθηκε και η… ελευθερία έκφρασης.
Το δικαίωμα στην αισθητική ρύπανση κατακτήθηκε νωρίς στη Μεταπολίτευση. Τότε που κυκλοφόρησαν τα πρώτα σπρέι και η «επαναστατική γυμναστική» ήθελε όλους τους πολιτικά ενταγμένους να κυκλοφορούν τα βράδια μ’ έναν κουβά αλευρόκολλα και μια ταβανόβουρτσα. Μια εποχή, μάλιστα, γίνονταν και αγώνες ταχύτερης αφισοκόλλησης.
Η άκριτη αφισοκόλληση υπήρξε μια κατάκτηση της Μεταπολίτευσης και, όπως όλα τα πράγματα που απαγορεύτηκαν από τη δικτατορία, ασκήθηκε επί Δημοκρατίας καθ’ υπερβολή. Υπήρξαν κάποιες σποραδικές προσπάθειες να εφαρμοστεί ο νόμος αλλά, όπως πάντα, εφαρμόστηκε επιλεκτικά κι επί των πολιτικά αδυνάμων. Κάποιοι δήμοι έφτιαξαν ειδικούς χώρους για να ασκείται με ευπρέπεια το «επαναστατικό καθήκον», αλλά τα ταμπλό έμειναν αχρησιμοποίητα, ενώ οι γύρω τοίχοι έσφυζαν από αφίσες. Κάποιες ελάχιστες φορές διακηρύχτηκε από αρμόδιους υπουργούς ότι θα εφαρμοστεί ο νόμος κι αυτοί άμεσα χρίστηκαν «λογοκριτές». Το δικαίωμα στη ρύπανση έγινε συνώνυμο της ελευθερολογίας.
Με τα χρόνια όμως, οι καλοί σύντροφοι, που ήταν και καλοί αφισοκολλητές, κουράστηκαν και πήγαν στο σπίτι. Τη θέση τους πήραν επαγγελματικά συνεργεία αφισοκόλλησης, που έκαναν ταχύτερα και αποτελεσματικότερα τη δουλειά. Κατόπιν, εκτός των συντρόφων και η πολιτική έγινε του καναπέ. Ετσι, αν προσέξουμε σήμερα τους τοίχους πλημμυρίζουν από αφίσες και χαρτάκια, εκ των οποίων ελάχιστα είναι πολιτικά. Κυριαρχεί η Σούλα και η Μπούλα που τραγουδούν στην Εθνική Οδό, η Πράγα και η Βουδαπέστη, που μπορεί να επισκεφθεί κάποιος επί τριήμερο για μόλις 199 ευρώ. Το κατακτημένο δικαίωμα πολιτικής έκφρασης μετετράπη σε δικαίωμα εμπορικής εκμετάλλευσης των δημόσιων χώρων. Ακόμη και μέσα στα Πανεπιστήμια, τα εμπορικά μηνύματα στους τοίχους αρχίζουν να ξεπερνούν τα πολιτικά.
Κάπως έτσι χάνουμε πολλούς δημόσιους χώρους. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η απελευθέρωση των ραδιοκυμάτων από τον ασφυκτικό κρατικό έλεγχο. Οι προθέσεις ήταν αγαθές και η μάχη νικηφόρα. Το αποτέλεσμα, όμως, ήταν να γεμίσει το βήμα του ελεύθερου διαλόγου που κατακτήθηκε από Σούλες, Μπούλες, ριάλιτι και σκουπίδια.
Είναι περίεργο, αλλά οι μάχες κυρίως της Αριστεράς για απελευθέρωση του δημόσιου χώρου (είτε αυτός είναι ένας τοίχος είτε τα ραδιοκύματα) από το σφιχτό καθωσπρεπισμό του «αστικού κράτους» κατέληξε να αφεθεί αυτός ο χώρος στους απέναντι: Στους μικρούς ή μεγάλους επιχειρηματίες που μεταδίδουν το εμπορικό τους μήνυμα, εκμεταλλεύονται τη δημόσια περιουσία, χωρίς να πληρώνουν δραχμή. Χειρότερα: Εκχυδάισαν τους δημόσιους χώρους, κατέστρεψαν την αστική αισθητική -που αν και δεν ήταν επαναστατική ήταν σίγουρα αισθητική- και τη θέση της πήρε η κουρελαρία. Αν θέλουμε να το δούμε συνολικότερα έτσι καταστράφηκε και το οικιστικό περιβάλλον. Ενώ, για παράδειγμα, η κοινωνία προστάτευε τις ακτές από το πολυεθνικό κεφάλαιο, οι μικροί και μεσαίοι αυθαίρετοι οικιστές τη γέμισαν άθλια οικήματα. Ετσι και το περιβάλλον καταστρέψαμε και τουριστική υποδομή δεν αποκτήσαμε.
Ζήσαμε, λοιπόν, μια ακόμη επανάσταση, που όχι μόνο πήγε στράφι, αλλά άφησε πίσω της χειρότερη, της προηγούμενης, κατάσταση. Το πιο τραγικό είναι πως δεν μπορεί να οικοδομηθεί κοινωνική δυναμική για επανακατάκτηση των δημόσιων χώρων, επειδή ακριβώς η καταπάτησή τους είναι πολιτικά οικουμενική και διαστροφικά δημοκρατική. Όποιος προλάβει καταπατά, μπογιατίζει ή κολλά. Κυρίως οι λατρευτοί μας μικρομεσαίοι. Κι αν κάποιος ορθώσει διαμαρτυρία, τότε χρίζεται λογοκριτής ή ανάλγητος…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 11.12.2005
στείλτε αυτό το άρθρο με email