Όσο περισσότεροι είναι εκείνοι που διαχειρίζονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο δημόσια περιουσία, τόσο περισσότεροι θα είναι κι εκείνοι που θα θέλουν να την εκμεταλλευτούν.
Τον τελευταίο καιρό η τηλεόραση μεταδίδει μια ενδιαφέρουσα διαφήμιση κάποιας τράπεζας. Στο μικρό αυτό φιλμάκι, ένα ζευγάρι απολαμβάνει μια ρομαντική βαρκάδα, όταν ξαφνικά ανοίγει μια τρύπα στη βάρκα από την οποία ξεπηδά ένας πίδακας νερού. Έντρομος ο νεαρός της διαφήμισης τρέχει να την κλείσει, όταν πίσω του ανοίγει μια ακόμη τρύπα. Την κλείνει κι αυτή και μετά ανοίγει άλλη μία τρύπα, κι άλλη μία, κι άλλη μία κ.ο.κ.
Σε αυτή την κατάσταση δυστυχώς, βρίσκεται και η κυβέρνηση σε σχέση με τους Δημόσιους Οργανισμούς και τις Δημόσιες Επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας (ΔΕΚΟ). Εκεί που τρέχει να κλείσει την τρύπα της ΔΕΗ, ανοίγει η τρύπα της ΕΡΓΟΣΕ και πριν προλάβει να την κλείσει κι αυτή ανοίγει η ιστορία του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας.
Φυσικό κι επόμενο είναι. Όταν υπάρχουν εκατοντάδες ΔΕΚΟ κι Οργανισμοί που πρέπει να στελεχωθούν, όποιες κι αν είναι οι προθέσεις της κυβέρνησης η διαφθορά και η κακοδιαχείριση θα εμφιλοχωρήσει. Δεν υπάρχει σύστημα άτρωτο στις ανθρώπινες αδυναμίες. Δηλαδή, όποια κι αν είναι η πολιτική βούληση, όσους ελέγχους κι αν κάνει το Μέγαρο Μαξίμου, όσο αυστηρή κι αν σταθεί η κυβέρνηση τέτοιου τύπου φαινόμενα θα συνεχίζονται. Για να χαριτολογήσουμε θα λέγαμε ότι δεν φτάνουν οι αδέκαστοι αυτής της χώρας για να στελεχώσουν όλο αυτό το Δημόσιο που έχουμε…
Είχαν περάσει μόλις τρεις μήνες διακυβέρνησης, όταν εμφανίστηκε η πρώτη καταγγελία περί διαφθοράς το Μάιο του 2004. Η κυβέρνηση έπραξε το καθήκον της: Δημοσιοποίησε την υπόθεση και απέπεμψε το στέλεχος από το γραφείο του υφυπουργού Τουρισμού. Λύθηκε όμως, το πρόβλημα με την πρώτη παραδειγματική τιμωρία; Γράφαμε τότε: «Η πολιτική βούληση της κυβέρνησης είναι σαφέστατη: Μηδενική ανοχή στη διαφθορά των κρατικών αξιωματούχων. Μόνον που η βούληση δεν αρκεί. Το Δημόσιο παραείναι μεγάλο για να ελεγχθεί και μερικά επιχειρηματικά στοιχήματα παραείναι κερδοφόρα για να καταγγελθεί ο χρηματισμός. Η διαφθορά κολλάει στην κρατική εξουσία, σαν το στρείδι στο βράχο και οι ηθικολογικοί αφορισμοί -όπως και οι τιμωρίες- δεν την εξαλείφουν, αλλά απλώς την περιορίζουν οριακά. Ας μην αυταπατώμεθα κι ας μην αυταπατάται η κυβέρνηση ότι η άμεση και η παραδειγματική αποπομπή του στελέχους του κ. Λιάσκου θα λύσει το πρόβλημα. Κάποιοι θα θεωρήσουν εαυτούς πιο ατσίδες από το ελεγκτικό σύστημα που έχει φτιάξει το Μέγαρο Μαξίμου. Και θα το επιχειρήσουν πάλι…» («Η λερναία διαφθορά», Απογραφές 21.7.2004)
Έκτοτε επιχειρήθηκε πολλάκις και η κυβέρνηση αντέδρασε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Αποπομπή των υπευθύνων. Χρήσιμη αντίδραση αλλά όχι επαρκής, διότι και στο μέλλον θα υπάρξουν τέτοια φαινόμενα. Καλό είναι λοιπόν, να το καταλάβουμε άπαντες: Δεν ζούμε σε κοινωνία αγγέλων και ανάμεσα στους ηθικούς θα υπάρχουν πάντα ανήθικοι, ανάμεσα σ’ αυτούς που θέλουν να κάνουν καλά τη δουλειά τους θα υπάρχουν εκείνοι που αποζητούν τις αρπαχτές.
Το μόνο που μπορεί να δουλέψει μακροπρόθεσμα είναι ο περιορισμός των ευκαιριών για διαφθορά, η μείωση του κράτους. Όσο περισσότεροι είναι εκείνοι που διαχειρίζονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο δημόσια περιουσία, τόσο περισσότεροι θα είναι κι εκείνοι που θα θέλουν να την εκμεταλλευτούν. Ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι οι δυνάμει διεφθαρμένοι αποτελούν π.χ. το 1% του στελεχιακού δυναμικού, στους εκατό είναι ένας. Στους χίλιους, δέκα. Στις 20.000, που υπολογίζεται ότι είναι το στελεχιακό δυναμικό του Δημοσίου, μετρήστε για να δείτε πόσες «τρύπες» θα έχει να καλύψει στο άμεσο μέλλον η κυβέρνηση…
Η αστυνομικού τύπου απάντηση στη διαφθορά είναι αναγκαία, αλλά όχι επαρκής συνθήκη για την αντιμετώπισή της. Χρειάζεται πολιτική απάντηση. Κι αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από τη μείωση του κράτους…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 12.12.2005