Πρέπει να απλουστευθεί η φορολογική νομοθεσία, ειδικά των επιχειρήσεων. Εκεί η φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή βρίσκονται σε γκρίζα περιοχή, με αποτέλεσμα να αποφασίζουν το «μαύρο» ή το «άσπρο» αυθαίρετα, πολλές φορές με το αζημίωτο, οι εφοριακοί.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να πατάξει τη φοροδιαφυγή. Καλή και αυτονόητη απόφαση. Είναι στις βασικές υποχρεώσεις ενός κράτους να μην το κλέβουν οι πολίτες του.
Στην Ελλάδα όμως όπου ούτε τα απλά δεν είναι αυτονόητα και χρειάζεται να εμπλακεί μέχρι και ο πρωθυπουργός για να κάνει η Εφορία τη δουλειά της, αποτελεί είδηση το γεγονός ότι μια κυβέρνηση αποφάσισε να κάνει αυτό για το οποίο εκλέχτηκε.
Οι δημοσιογραφικές πληροφορίες αναφέρουν επιχειρήσεις με πλαστά τιμολόγια εκατομμυρίων ευρώ και το ερώτημα είναι απλό: πώς, στην ευχή, αυτές οι επιχειρήσεις την έβγαζαν τόσα χρόνια καθαρή; Το δεύτερο ερώτημα αφορά το πολιτικό μας σύστημα. Είναι τόσο διαβρωμένο και τόσο συγκεντρωτικό που πρέπει να ασχολείται ο πρωθυπουργός και με τους «φορομπαταχτσήδες»; Σε λίγο, δηλαδή, μπορεί να υπάρξει απαίτηση να επιβλέπει προσωπικώς ο κ. Καραμανλής και τις συλλήψεις;
Το δεύτερο που πρέπει να παρατηρήσουμε είναι πως η φοροδιαφυγή αποτελεί αδίκημα ανεξαρτήτως που αυτή θάλλει. Είτε στα ανώτερα είτε στα μεσαία είτε στα κατώτερα οικονομικά στρώματα. Το τελευταίο δεν είναι οξύμωρο. Πολλές φορές αυτοί που εγγράφονται στους εθνικούς λογαριασμούς ως «κατώτερα εισοδηματικά στρώματα», βρίσκονται εκεί ακριβώς επειδή δεν αποκαλύπτουν στις αρχές όλη τη φορολογητέα ύλη τους. Δεν είναι μόνον οι δέκα-είκοσι επιχειρήσεις που φτιάχνουν το εκπληκτικό ποσοστό παραοικονομίας (κάποιοι το υπολογίζουν μέχρι και 40% της επίσημης οικονομίας) στη χώρα. Προφανώς το φαινόμενό της είναι πολύ πιο εκτεταμένο από τους φοροδιαφεύγοντες «έχοντες και κατέχοντες», που δικαίως θα ριχθούν στην πυρά.
Το τρίτο είναι ότι η λαϊκή και η δημοσιογραφική φαντασία αδυνατεί να ξεχωρίσει τις γκρίζες περιοχές της φοροαποφυγής με τις μαύρες περιοχές της φοροδιαφυγής. Αποτέλεσμα αυτής της σύγχυσης είναι να δημιουργούνται υπερβολικές προσδοκίες από τις εκστρατείες πάταξης της τελευταίας. Αυτές οι προσδοκίες, προϊόντος του χρόνου, γίνονται πολιτικές πιέσεις έχοντας στο βάθος βάθος μια λαϊκιστική συνιστώσα: «φάτε τους πλούσιους». Κάπως έτσι είχε καταλήξει η πρώτη μετά την Αλλαγή εκστρατεία κατά της φοροδιαφυγής του Ανδρέα Παπανδρέου. Τότε, μάλιστα, είχε προσωποποιηθεί στη Χριστίνα Ωνάση. Η κόρη του μεγιστάνα «φοροαπέφευγε», χτίζοντας το …«Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο».
Πρέπει, λοιπόν, να ξεκαθαριστεί ότι τα πλαστά τιμολόγια είναι καραμπινάτη απάτη και η απόκρυψη εισοδημάτων φοροδιαφυγή. Η μείωση, όμως, διά νομίμων τρόπων του φορολογητέου εισοδήματος-χορηγίες, μη χρηματικά κίνητρα σε στελέχη επιχειρήσεων (π.χ. δωρεάν ταξίδια, αυτοκίνητα κ.λπ.), έξοδα φροντιστηρίων κ.ά.- είναι φοροαποφυγή. Σε χώρες που είναι ποινικοποιημένη μόνο η παρανομία και όχι ο πλούτος, η φοροδιαφυγή τιμωρείται σκληρά. Αντιθέτως η φοροαποφυγή ενθαρρύνεται από τις αρχές: ο ίδιος ο εφοριακός επισημαίνει στους φορολογουμένους φορολογητέα ύλη που θα μπορούσαν να αποφύγουν. Εμπίπτει στην καλή σχέση κράτους – πολίτη.
Το κυριότερο, όμως, είναι ότι πρέπει να απλουστευθεί η φορολογική νομοθεσία ειδικά των επιχειρήσεων. Εκεί τα πάντα -και η φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή- βρίσκονται σε γκρίζα περιοχή με αποτέλεσμα να αποφασίζουν το «μαύρο» ή το «άσπρο» αυθαίρετα οι εφοριακοί, πολλές φορές με το αζημίωτο. Στην Ελλάδα, (δυστυχώς, όχι μόνο στο θέμα της φορολογίας) μπορεί πάντα να βρεθεί μια διάταξη νόμου που να ποινικοποιήσει οτιδήποτε, όπως υπάρχει πάντα κι ένας ισοδύναμος αλλά αντίθετος νόμος. Έτσι τα όργανα ελέγχου μπορούν να χρησιμοποιούν τις διατάξεις κατά το δοκούν και κυρίως κατά το «μπαχτσίσι».
Η φοροδιαφυγή είναι μια από τις μεγάλες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας. Η κυβέρνηση καλά κάνει κι ανοίγει το θέμα, αλλά θα πρέπει να θυμάται μια αμερικανική παροιμία: «Αν τραβήξεις πιστόλι, καλό είναι να ξέρεις σημάδι και καλύτερο όμως όλων είναι η αποφασιστικότητα να πυροβολήσεις»…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 5.9.2005