Το οικολογικό πρόταγμα είναι αναγκαίο αλλά όχι θέσφατο. Στο δίλημμα «πρόοδος ή φύση» το ποτήρι δεν είναι μισοάδειο. Δεν είναι καν μισογεμάτο. Για την ακρίβεια δεν ξέρουμε τι είναι…
Γνωστός σχολιογράφος αναρωτιόταν πρόσφατα πως γίνεται να μην υπάρχουν αντίστοιχες της Νέας Ορλεάνης καταστροφές στην Κούβα, αφού και η νησιωτική αυτή χώρα πλήττεται διαρκώς από τυφώνες τύπου «Κατρίνα». Η απάντηση είναι απλή: ένας τυφώνας δεν θα βρει να καταστρέψει τίποτε στην Κούβα. Πρόλαβε, σε ότι αφορά τις υποδομές, η σοσιαλιστική επανάσταση του συντρόφου Φιντέλ. Οπότε οι τυφώνες που πλήττουν τον συγκεκριμένο σοσιαλιστικό παράδεισο δεν θα πάρουν μαζί τους τίποτε περισσότερο από κάποια χαμόσπιτα.
Είναι καλό αυτό ή κακό; Εξαρτάται πότε το βλέπει κανείς. Για την Κούβα είναι καλό τις 10-20 μέρες που κρατούν οι κυκλώνες. Για τους Κουβανούς είναι κακό τις υπόλοιπες 340-350 ημέρες.
Αν κοιτάξει κανείς τον νυχτερινό χάρτη των ΗΠΑ θα διαπιστώσει ότι η μισή προς τα ανατολικά Αμερική είναι τόσο πυκνοδομημένη, που ακόμη κι αν πέσει ένας κεραυνός, κάποιον θα χτυπήσει. Η εξάπλωση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο χώρο (έστω λόγω του επάρατου καπιταλισμού) αυξάνει τρομαχτικά τις πιθανότητες των «φυσικών καταστροφών». Όχι πως αυτές δεν γινόταν στο παρελθόν (η ιστορία έχει πολλά να μας διδάξει), απλώς παλιότερα οι πιθανότητες να πληγούν περιοχές ανθρώπινου ενδιαφέροντος ήταν ελάχιστες. Κατ’ αντιστοιχία κατολισθήσεις στα ελληνικά βουνά συνέβαιναν, συμβαίνουν και θα συμβαίνουν. Τώρα όμως προκαλούν καταστροφές δρόμων, για τον απλούστατο λόγο ότι έχουμε φτιάξει εκεί πάνω ένα πυκνό οδικό δίκτυο.
Είναι καλό ή κακό αυτό; Κακό για τις ημέρες των κατολισθήσεων, καλό για τις υπόλοιπες που ο καθένας μπορεί να απολαύσει το κάλλος της φύσης. Οι υποδομές (που πολλές φορές καταστρέφουν το περιβάλλον και περισσότερες φορές καταστρέφονται από φυσικά φαινόμενα) είναι ένα στοιχείο εκδημοκρατισμού. Η αναψυχή είναι προσιτή σε περισσότερους.
Το αυτό ισχύει και για τα προϊόντα. Ο «εκδημοκρατισμός» π.χ. του σολομού (οποιοσδήποτε μπορεί πλέον να πάει σε ένα σούπερ-μάρκετ και να αγοράσει ένα φιλέτο του εξαίσιου αυτού ψαριού) φθίνει τα φυσικά αποθέματα του είδους, κάτι που προφανώς δεν συνέβαινε όταν σολομό έτρωγαν μόνο οι λίγοι έχοντες ή κατέχοντες. Η μαζική του κατανάλωση αυξάνει το ρίσκο της οικολογικής ανισορροπίας.
Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για την Πίνδο. Πριν 30-40 χρόνια η πανέμορφη αυτή οροσειρά ήταν προσιτή μόνο στους έχοντες και κατέχοντες. Για να προσεγγίσει κάποιος την Βάλια Κάλντα έπρεπε να έχει διαθέσιμες πολλές μέρες (να ‘ναι π.χ. εισοδηματίας), να έχει ένα καλό τετρακίνητο αυτοκίνητο (ελάχιστοι είχαν) και τα ακριβά (για την εποχή) παραφερνάλια για την διαβίωση στα βουνά (σκηνές κ.λ.π.)
Σήμερα η Βάλια Κάλντα απέχει λόγω της κατασυκοφαντημένης Εγνατίας δύο ώρες από την Θεσσαλονίκη. Ακόμη και έχοντες «χαμηλά βαλάντια» μπορούν ένα Σάββατο να πάρουν τα παιδιά τους, να τα βάλουν στο συκοφαντημένο Ι.Χ., και να επισκεφθούν την Πίνδο. Από την άλλη όμως οι υποδομές που φτιάχνονται αυξάνουν το ρίσκο της καταστροφής. Ένας σεισμός π.χ. στην Δυτική Μακεδονία δεν θα μετατοπίσει απλώς βράχους και δένδρα. Θα καταστρέψει και δρόμους.
Είναι καλό ή κακό αυτό; Εξαρτάται από πια σκοπιά το βλέπει κανείς. Της προόδου ή της συντήρησης; Ένα μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς και της οικολογίας έχει ασπαστεί πια συντηρητικές λογικές: «σταματήστε τον κόσμο διότι χανόμαστε». Το τελευταίο βέβαια μένει να αποδειχθεί, αλλά πολλάκις τα κίνητρά τους δεν είναι τόσο θεωρητικά. Αρκετοί απ’ αυτούς έχουν χτίσει στα ωραιότερα μέρη και θεωρούν οικολογική καταστροφή οποιαδήποτε ανθρώπινη δραστηριότητα γύρω από την περιουσία τους. Οι περισσότεροι όμως εχθρεύονται πραγματικά την πρόοδο ίσως επειδή δεν μπορούν να την ταχύτητα των αλλαγών, ίσως επειδή ομνύουν στη νιότη τους. Χρησιμοποιούν κάθε φυσική καταστροφή, που στατιστικά πλέον θα πληθαίνουν (και λόγω της επέκτασης του ανθρώπου στο χώρο, αλλά και λόγω της ανάπτυξης των ΜΜΕ: μια αντίστοιχη καταστροφή το 1900 στην Νέα Ορλεάνη δεν θα είχε τον ίδιο αντίκτυπο στην Ελλάδα) για να αποδείξουν ότι «χανόμαστε» λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου.
Η αλήθεια είναι πως δεν γνωρίζουμε αν «χανόμαστε». Δεν γνωρίζουμε φυσικά και το αντίθετο. Η καταγεγραμμένη ιστορική εμπειρία είναι τόσο μικρή που δεν μας επιτρέπει ασφαλή συμπεράσματα. Η φοβική στάση απέναντι στις κλιματολογικές αλλαγές στηρίζεται σε ανεπαρκή δεδομένα του τελευταίου αιώνα (τα οποία φυσικά δεν είναι για πέταμα: μπορεί πραγματικά να σηματοδοτούν κάτι και γι’ αυτό πρέπει να προσέχουμε) αλλά έχουν κι ένα τρομαχτικό ψυχολογικό υπόβαθρο. Από το γεγονός ότι δια της τηλεόρασης γινόμαστε κοινωνοί κάθε μικρής η μεγάλης καταστροφής σε κάθε γωνιά του πλανήτη (Σ.Σ.: το ίδιο ισχύει και για την εγκληματικότητα. Έχει αυξηθεί, αλλά όχι τόσο όσο την αντιλαμβάνεται ο μέσος τηλεθεατής) και επειδή στο υποσυνείδητο όλων υπάρχει ο μύθος της ύβρεως (απέναντι στη φύση) και της νέμεσης, μαζί με την παράδοση του συντηρητικού ρομαντισμού (που θέλει τη φύση αμόλευτη).
Το οικολογικό πρόταγμα είναι αναγκαίο. Ακόμη και οι ακραίες του εκφάνσεις είναι χρήσιμες στη Δημοκρατία διότι φωτίζουν πτυχές προβλημάτων που αλλιώς μπορεί να τις βρούμε μπροστά μας. Όμως και αυτό το πρόταγμα δεν είναι θέσφατο. Στο δίλημμα «πρόοδος ή φύση» το ποτήρι δεν είναι μισοάδειο. Δεν είναι καν μισογεμάτο. Για την ακρίβεια δεν ξέρουμε τι είναι. Ας το παρακολουθούμε στενά, χωρίς όμως θρησκευτικό ζήλο, και μπορεί να ανακαλύψουμε ότι δεν υπάρχει καν το δίλημμα…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 6.9.2005