Δεν είχε κανένα –μικροπολιτικό, τουλάχιστον– λόγο ο κ. Κώστας Σημίτης να ξεκινήσει καβγά με τον ιερολαϊκιστή Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Σίγουρα γνώριζε τον αφορισμό του Γεωργίου Παπανδρέου ότι «η Εκκλησία είναι σαν τα κάρβουνα. Αν τα πιάσεις αναμμένα σε καίνε, αν τα πιάσεις σβησμένα σε λερώνουν». Αντιθέτως, η «μάχη για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες» έκανε κακό σε μια κυβέρνηση που μόλις είχε εκλεγεί με διαφορά μίας ποσοστιαίας μονάδας από τη Νέα Δημοκρατία. Να θυμηθούμε ότι τότε η Ν.Δ. σε όλες τις εκδοχές της –από τον πρώην πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη μέχρι τον επόμενο κ. Κώστα Καραμανλή–, και με λίγες τιμητικές εξαιρέσεις, είχε συνταχθεί στο πλευρό του φλογερού ιεράρχη.
Από την άλλη ο κ. Σημίτης, που τιμήθηκε την περασμένη εβδομάδα, δεν ήταν κανένας αντικληρικαλιστής μπολσεβίκος που επεδίωκε σύγκρουση με την Εκκλησία. Ηταν ένας αληθινός Δυτικοευρωπαίος δημοκράτης, ένας πολιτικός που ασπαζόταν το δόγμα του Ιησού «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Επιπλέον, το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος σε κρατικά έγγραφα δεν υπήρχε ούτε στις προεκλογικές ομιλίες του ούτε στο πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ για τις εκλογές του 2000. Ετσι κι αλλιώς η δεύτερη κυβέρνηση του κ. Σημίτη είχε πολύ εκσυγχρονιστικό τραχανά απλωμένο, με πρώτο τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος. Το μόνο που της έλειπε ήταν ένας καβγάς για τις ταυτότητες.
Τη «ζημιά» έκανε κάποιος… Ράμμος ή Μενουδάκος της εποχής, ο επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Δαφέρμος. Η Ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, πρόεδρος της οποίας ήταν ο Κωνσταντίνος Δαφέρμος, είχε αποφασίσει ότι το θρήσκευμα ανήκει στη σφαίρα των προσωπικών δεδομένων και ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης και επιφανής νομικός κ. Μιχάλης Σταθόπουλος συνομολόγησε, με αποτέλεσμα η σχετικώς αδύναμη δεύτερη κυβέρνηση Σημίτη να εμπλακεί σε κάτι που δεν περίμενε, να έρθει σε αντίθεση με το θρησκευτικό συναίσθημα της πλειονότητας του ελληνικού λαού, το οποίο υποδαύλιζε ένας λαϊκιστής Αρχιεπίσκοπος, να χάσει τελικώς πολιτικό κεφάλαιο, το οποίο ήταν πολύτιμο για τις επόμενες μάχες που είχε να δώσει ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Ομως παραδόξως (για τα ελληνικά πράγματα) ο κ. Σημίτης δεν κρύφτηκε πίσω από κάποια νομικούρα, π.χ. ότι «για το ζήτημα των ταυτοτήτων δεν έχουμε λαϊκή εντολή στις εκλογές που έγιναν πριν από μία εβδομάδα», ούτε φυσικά άφησε χυδαία υπονοούμενα ότι π.χ. ο Κωνσταντίνος Δαφέρμος μπορεί να είχε προσωπική ατζέντα. Ο αληθώς εκσυγχρονιστής πολιτικός καταλάβαινε ότι οι Ανεξάρτητες Αρχές, ακόμη και όταν συγκρούονται με την εκτελεστική εξουσία, είναι αρωγός της στα δύσκολα και πολλάκις αντιφατικά προβλήματα που έχει η διακυβέρνηση οποιουδήποτε τόπου. Ετσι, παρά το πολιτικό κόστος, συντάχθηκε με την απόφαση της Αρχής για να την ισχυροποιήσει.
Η ίδρυση των Ανεξάρτητων Αρχών ήταν ένα από τα κορυφαία εκσυγχρονιστικά εγχειρήματα της διακυβέρνησης Σημίτη. Τότε έγινε ένα βήμα, ίσως σημαντικότερο και από την ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωζώνη, υπό την έννοια ότι η θεσμοθέτηση αυτών των Αρχών δεν ήταν απλώς ένα εξαιρετικά δύσκολο αλλά ποσοτικό στοίχημα της χώρας. Ηταν αλλαγή παραδείγματος για τη διακυβέρνηση της χώρας. Η διαδικασία της πολιτικής «άλλαξε πίστα». Γι’ αυτό σχεδόν ολόκληρο το πολιτικό σύστημα ομονοεί για τα οφέλη της ΟΝΕ, αλλά η πλειονότητα των πολιτικών, με πρώτη την κυβέρνηση, προσπαθεί να κλαδέψει τις Αρχές και τις αρμοδιότητές τους.
Η ίδρυση των Ανεξάρτητων Αρχών ήταν ένα μεγάλο στοίχημα της Δημοκρατίας. Η ανεξαρτησία και ισχυροποίησή τους είναι το δεύτερο μεγάλο στοίχημα που δυστυχώς, 25 χρόνια μετά, παραμένει ανοιχτό.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 12.11.2023