Η απαγόρευση των απολύσεων δεν καθυστερεί απλώς τον εκσυγχρονισμό του ιδιωτικού τομέα. Μεταθέτει και το βάρος της προστασίας από το κράτος στην επιχείρηση.
Το πλαφόν στις απολύσεις του ιδιωτικού τομέα βασίζεται στη θεωρητική σύλληψη ότι οι καπιταλιστές θα πιουν το αίμα των εργαζομένων και, όταν πλέον δεν τους χρειάζονται, θα τους πετάξουν στον δρόμο σαν στυμμένες λεμονόκουπες. Αυτή η σύλληψη (στο πιο θεωρητικό της, δηλαδή της αντίθεσης κεφαλαίου και εργασίας) είναι σωστή. Λογικά οι εργοδότες συνάπτουν ένα συμβόλαιο με τους εργαζομένους, από το οποίο και τα δύο μέρη προσπαθούν να επωφεληθούν όσο περισσότερο μπορούν. Επειδή όμως οι κεφαλαιοκράτες στη βιομηχανική εποχή κατείχαν τα σπάνια μέσα παραγωγής (ενώ η προσφορά εργασίας πλεόναζε), υπήρχε ανισορροπία ισχύος. Είναι αληθές ότι, πριν από την οργάνωση των εργαζομένων σε συνδικαλιστικές ενώσεις, οι κεφαλαιοκράτες τούς αντικαθιστούσαν μόλις είχαν την ευκαιρία με πιο φθηνούς.
Η πρόοδος όμως της τεχνολογίας επέφερε μεγάλες αλλαγές· σημαντικότερες από όσες έφερε ο, πολύτιμος στη βιομηχανική εποχή, συνδικαλισμός. Πρώτον, έκανε τα μέσα παραγωγής πιο φθηνά (που σημαίνει ότι μείωσε την ισχύ του κεφαλαιοκράτη) και, δεύτερον, αντικατέστησε στο μεγαλύτερο ποσοστό την ανειδίκευτη εργασία με μηχανές. Το συγκριτικό πλεονέκτημα των επιχειρήσεων πλέον δεν είναι ούτε οι μηχανές (που λόγω τεχνολογικής προόδου απαξιώνονται γρήγορα) ούτε η φθηνή ανειδίκευτη εργασία η οποία αντικαθίσταται από τις μηχανές. Είναι η γνώση και η καινοτομία την οποία όμως οι εργαζόμενοι παράγουν. Το μυαλό, οι γνώσεις και οι δεξιότητες των ανθρώπων είναι το πολυτιμότερο κεφάλαιο των επιχειρήσεων. Συνεπώς το κίνητρο των απολύσεων δεν είναι όπως παλιά το κόστος της εργασίας. Τώρα είναι ο οικονομικός κύκλος ή η απαξίωση κλάδων και πρακτικών παραγωγής.
Εχουμε, λοιπόν, νομοθεσία που απαντά στα παλιά προβλήματα και η οποία δίνει ψευδαισθήσεις προστασίας, αλλά στην ουσία καθυστερεί την πρόοδο των επιχειρήσεων και συνεπώς της οικονομίας. Αυτό είναι εμφανές από το ότι παρά το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο, η ανεργία του ιδιωτικού τομέα εκτοξεύθηκε. Στην ουσία δημιουργούνται αντικίνητρα στις επιχειρήσεις να εκσυγχρονίζονται, αφού είναι απαγορευτικό να απολύουν. Μέχρι αυτές να καταρρεύσουν.
«Και οι άνθρωποι;», θα αναρωτηθούν οι ευαίσθητοι της προόδου. Αυτοί θα έπρεπε να είναι στη φροντίδα του κράτους. Η απαγόρευση των απολύσεων δεν καθυστερεί απλώς τον εκσυγχρονισμό του ιδιωτικού τομέα. Μεταθέτει και το βάρος της προστασίας από το κράτος στην επιχείρηση. Αντί δηλαδή να έχουμε ένα ισχυρό και καλά χρηματοδοτημένο (από τους φόρους κερδοφόρων εταιρειών) κράτος πρόνοιας που θα προστατεύει εκείνους που ο εκσυγχρονισμός των δομών της οικονομίας αφήνει απέξω, μέχρι αυτοί να επανενταχθούν, έχουμε ένα κράτος που βολεύει τη γραφειοκρατία του· αντί να προστατεύονται οι άνθρωποι, προστατεύονται βραχυχρονίως απαξιωμένες θέσεις εργασίας μέχρι την τελική απαξίωση των ίδιων των επιχειρήσεων.
Ετσι στο τέλος και ανεργία έχουμε, αλλά και μηδαμινή προστασία των ανέργων· δίνεται χαρτζιλίκι ως επίδομα (και για ελάχιστο χρονικό διάστημα) και η επανένταξη των ανέργων (ακόμη κι αν η επιμόρφωση γίνεται σωστά) πάει στράφι, αφού δεν εκσυγχρονίζονται ταυτοχρόνως οι επιχειρήσεις για να αναζητούν τις νέες δεξιότητες που οι άνεργοι αποκτούν. Τελικό αποτέλεσμα; Συνεχίζουμε όλοι να κρώζουμε στο τέλμα δίχως να λύνουμε προβλήματα…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 3.12.2013