Όταν υπάρχει τόσο μεγάλη ζήτηση προστασίας, αναγκαστικά θα υπάρχουν και πολλοί προστάτες ή νταβατζήδες.
Οι 3.000 αγελαδοτρόφοι που απέμειναν στην Ελλάδα χρήζουν προστασίας εξόδοις των νοικοκυριών. Ολες οι ελληνικές οικογένειες, σύμφωνα με τον αναπληρωτή υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης Μάξιμο Χαρακόπουλο, πρέπει να πληρώνουν 5-10 λεπτά περισσότερο ημερησίως για «να μην καταστραφεί ο κλάδος». Το γάλα θεωρείται αγαθό πρώτης ανάγκης για τους πωλητές, όχι για τους αγοραστές. Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, αντί να διαμορφώνει πολιτικές για να συνεταιρισθούν οι παραγωγοί κάθε είδους, ώστε να επιτύχουν οικονομίες κλίμακας και να έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, διά αγορανομικών διατάξεων κάνει τους Ελληνες φτωχότερους, χωρίς να κάνει τους παραγωγούς πλουσιότερους.
Στον αντίποδα των αγορανομικών διατάξεων υπάρχει η εκπληκτική πρωτοβουλία του συνεταιρισμού Αγελαδοτρόφων Θεσσαλίας-Πιερίας «Θεσ-Γαλ». Ο συνεταιρισμός έθεσε σε λειτουργία τα πρώτα τέσσερα αυτοματοποιημένα μηχανήματα πώλησης γάλακτος στη Λάρισα. Δημιούργησαν μια νέα επιχειρηματική πρακτική χωρίς μεσάζοντες και αγορανόμους, και καταφέρνουν να πουλούν το γάλα σε καλές τιμές για τους ίδιους και φθηνές για τον καταναλωτή.
Και τα βιβλιοπωλεία χρήζουν προστασίας, διότι το βιβλίο είναι πολιτιστικό αγαθό. Η προστασία πρέπει να γίνει εξόδοις των (λίγων που απέμειναν) αγοραστών και όχι με δαπάνη π.χ. των εκδοτών, οι οποίοι θα όφειλαν να ακολουθήσουν διαφορετική στρατηγική από τη σημερινή: να κάνουν δηλαδή μεγαλύτερες εκπτώσεις και ευκολίες στα μικρά βιβλιοπωλεία απ’ ό,τι στα μεγάλα. Βεβαίως, δεν ξέρουμε πόσο προστατεύονται τα μικρά βιβλιοπωλεία από την ενιαία τιμή –μέχρι και το βιβλιοπωλείο της «Εστίας» έκλεισε–, αλλά είναι σίγουρο ότι θα «προστατευόταν» καλύτερα από τη διεύρυνση της αγοράς και όχι από τις αγορανομικές διατάξεις του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου.
Για την Ελλάδα πρέπει να παρατηρήσουμε δύο πράγματα. Πρώτον, δεν υπάρχουν απλά αγαθά. Ολα είναι κοινωνικά, εθνικά, πολιτιστικά, πρώτης ή και ειδικής ανάγκης κ.λπ. Γι’ αυτό και οι πωλητές τους πρέπει να προστατεύονται από ειδικές διατάξεις νόμων που κάνουν τους καταναλωτές φτωχότερους και την οικονομία στάσιμη. Δεύτερον, όταν σε μια χώρα υπάρχει τόσο μεγάλη ζήτηση προστασίας, αναγκαστικά θα έχει και πολλούς προστάτες, ή στην καθομιλουμένη «νταβατζήδες».
Στο βιβλίο «Το αόρατο ρήγμα», ο κ. Αρίστος Δοξιάδης κάνει μία σοβαρή παρατήρηση. «Στην πολιτική προστασίας των επαγγελμάτων υπήρχε μια αντίφαση: [το κράτος] δεν τους προστάτευε κρατώντας χαμηλά τον αριθμό τους. Ισα ίσα, οι ανάγκες της πελατειακής δημοκρατίας απαιτούσαν να είναι πολυάριθμοι οι προστατευόμενοι. Αυτό που έκανε το κράτος ήταν να διασφαλίζει ένα μίνιμουμ εισόδημα για όλους, επιβαρύνοντας υπέρμετρα την υπόλοιπη κοινωνία. Για να μην καταρρεύσουν τα εισοδήματα ενός κλάδου εξαιτίας του ανταγωνισμού των πολλών μελών, φρόντιζε να απαγορεύει τον πόλεμο τιμών, είτε άμεσα, ορίζοντας ελάχιστες αμοιβές, είτε έμμεσα… όσο μεγαλώνει ο αριθμός των επαγγελματιών, τόσο μπορεί να αυξάνονται αντί να μειώνονται οι τιμές των υπηρεσιών τους. Γιατί το “κανονικό” περιθώριο κέρδους διαμορφώνεται στο επίπεδο όπου ο μικρός πάροχος μπορεί να επιβιώσει, άρα η τιμή κάθε μονάδας μεγαλώνει καθώς μειώνεται ο όγκος πωλήσεων του καθενός».
Ετσι, λοιπόν, με προστασίες, προστατευόμενους και προστάτες πορεύτηκε η χώρα. Και με μία απορία: με νομοθεσίες τα βάζουμε, με μάχες κατά της αισχροκέρδειας τα βγάζουμε, τι έχουν τα έρμα, τα αγαθά, και ακριβαίνουν, ενώ ταυτοχρόνως δεν υπάρχει παραγωγική βάση στην Ελλάδα;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 2.2.2014