Δύο αντικρουόμενες αφηγήσεις για όσα έγιναν κατά την εκκένωση της κατάληψης με ελάχιστα στοιχεία.
Οπως είναι φυσικό, υπάρχουν δύο αντικρουόμενες αφηγήσεις για όσα έγιναν κατά την εκκένωση της κατάληψης στο Κουκάκι. Αυτή της οικογένειας, και η επίσημη της Ελληνικής Αστυνομίας. Και οι δύο εμπεριέχουν αλήθειες, αλλά μάλλον δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια. Τα πειστήρια είναι λειψά και «κουνημένα», όπως η φωτογραφία από την ταράτσα που, σύμφωνα με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δείχνει «εικόνες αστυνομικών να φορούν κουκούλες σε πολίτες, λες και προορίζονται για το Γκουαντάναμο» (Βουλή 18.12.2019). Υπάρχουν βεβαίως και οι φωτογραφίες με τους αστυνομικούς πράσινους από τις μπογιές που πετούσαν οι καταληψίες, όπως και στοιβαγμένα τα «πυρομαχικά» τους· «έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές, κοτρώνες, μπογιές, πυροσβεστήρες, όλο το σπίτι ήρθε στο κεφάλι τους», γράφουν οι ίδιοι στο indymedia. Αλλά αυτό ουδέν αποδεικνύει για συμμετοχή ή μη της οικογένειας του σκηνοθέτη στην «αντίσταση».
Η ιστορία από την άλλη πλευρά δεν μπορεί να είναι οδηγός προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, διότι είναι πολλαπλώς επιβαρυμένη. Υπάρχει μακρύ ιστορικό αστυνομικής αυθαιρεσίας το οποίο καλύφθηκε από τη συντεχνιακή αντίληψη «βάστα με να σε βαστώ», με αποτέλεσμα οι Ενορκες Διοικητικές Εξετάσεις να καταντήσουν ανέκδοτο. Από την άλλη πλευρά υπάρχει αυτή η απίστευτη επικοινωνιακή σπέκουλα του αποκαλούμενου «χώρου», η οποία εκμεταλλεύεται το «ανέκδοτο ΕΔΕ», τη βαθιά ριζωμένη από την περίοδο της χούντας καχυποψία στην αστυνομία, συν το γεγονός ότι η εικόνα ακόμη και της καταφανώς νόμιμης βίας είναι απεχθής. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το μέλος της «17 Νοέμβρη» κ. Βασίλης Τζωρτζάτος συνελήφθη το 1993 και ξεσηκώθηκε το γνωστό κύμα συμπαράστασης. Δέκα χρόνια μετά, όταν εξαρθρώθηκε η 17Ν, κάποιοι ζήτησαν συγγνώμη γιατί συνηγόρησαν από τις φιλόξενες στήλες της «Ελευθεροτυπίας» υπέρ του «άκακου Βασίλη».
Βεβαίως, στη φιλελεύθερη δημοκρατία «είναι προτιμότερο να αθωωθούν 10 ένοχοι παρά να καταδικαστεί ένας αθώος», αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τις προτροπές του Σεργκέι Νετσάγιεφ («Η κατήχηση του επαναστάτη» είναι το μόνο που διαβάζουν στον «χώρο») για τη χρήση των «φιλελευθέρων διάφορων αποχρώσεων [με τους οποίους] μπορούμε να συνωμοτήσουμε σύμφωνα με τα δικά τους προγράμματα, ισχυριζόμενοι ότι τους ακολουθούμε τυφλά, ενώ στην πραγματικότητα αποκτούμε έλεγχο πάνω τους…».
Παρ’ όλα αυτά όμως, η φιλελεύθερη δημοκρατία πρέπει να προχωρήσει και όλες οι παρανομίες (συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών) πρέπει να παταχθούν. Δεν ξέρουμε τι θα προκύψει από την ΕΔΕ, τώρα που είναι υπό το άγρυπνο μάτι του κ. Νίκου Αλιβιζάτου· είπαμε, είναι βαριά η προϊστορία τους. Ασχέτως όμως από το περιστατικό στο Κουκάκι, υπάρχουν μέτρα που μπορούν να προστατεύσουν τους πολίτες και την ΕΛ.ΑΣ.
Εχει ένα δίκιο κι ένα άδικο ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη όταν λέει ότι δεν μπορεί να αμαυρώνεται η εικόνα ολόκληρης της αστυνομίας από εικόνες που πιθανόν αποτυπώνουν περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας. Το δίκιο του συνίσταται στο ότι όλες οι γενικεύσεις είναι λάθος. Το άδικο βρίσκεται στο γεγονός ότι η Ελληνική Αστυνομία ήρξατο άδικων γενικεύσεων.
Το πράγμα είναι απλό: Αν ένας πολίτης που θα βρεθεί αντιμέτωπος με την αυθαιρεσία ενός αστυνομικού, δεν μπορεί να καταγγείλει ότι «κακοποιήθηκα από το όργανο υπ’ αριθμόν 123456». Αναγκαστικώς θα πει ότι «κακοποιήθηκα από την Ελληνική Αστυνομία». Ολόκληρη την αστυνομία, αφού η ΕΛ.ΑΣ. θέλει ανώνυμα τα μέλη των ομάδων αποκατάστασης τάξεως. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει αριθμός, υπάρχει συλλογική ευθύνη του σώματος και δεν πάει να λέει ό,τι θέλει ο υπουργός…
Το εκπληκτικό είναι πως τον Ιανουάριο του 2010, ο κ. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, όταν ήταν πάλι υπουργός Προστασίας του Πολίτη, «είχε ανακοινώσει την απόφασή του να τοποθετηθούν διακριτικά στις στολές των αστυνομικών, ενώ συγκεκριμένα για τους αστυνομικούς της Διεύθυνσης Αστυνομικών Επιχειρήσεων (ΜΑΤ, ΥΜΕΤ) είχε ανακοινωθεί ότι θα τοποθετείτο σε εμφανές σημείο στο κράνος τους αριθμός που θα προέκυπτε από τον αριθμό της διμοιρίας και τον αύξοντα αριθμό του καθενός με βάση την ιεραρχική του τάξη στη διμοιρία. Το συγκεκριμένο μέτρο ουδέποτε εφαρμόστηκε ουσιαστικά, καθώς το μόνο που τοποθετήθηκε στο κράνος των υπηρετούντων στα ΜΑΤ είναι ένα μικρό σύμβολο δυσδιάκριτο και κυρίως αναγνωρίσιμο μόνο από τους ίδιους τους αστυνομικούς» («Καθημερινή» 12.7.2011).
Το ίδιο συνεχίστηκε επί ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ όταν το 2016 φτιάχτηκε η νέα μηχανοκίνητη ομάδα («Ο» βαφτίστηκε, για να διαφοροποιηθεί από τη «Δ») μετά τις συνεχείς επιθέσεις στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ και στο σπίτι του υπουργού Επικρατείας Αλέκου Φλαμπουράρη. «Στο πλαίσιο αυτό δόθηκαν εντολές στους άνδρες να μη φέρουν πάνω τους κανένα διακριτικό της παλιάς υπηρεσίας και να προσέχουν ιδιαίτερα, ενώ απέφυγαν να δώσουν κάποιο όνομα στη νέα ομάδα» (Huffpost 11.2.2016).
Είναι προφανές ότι οι υπουργοί φοβούνται τη «λευκή απεργία» των ανδρών και τις πιέσεις των συνδικαλιστών σχετικώς με τα διακριτικά των αστυνομικών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα παραπτώματα λίγων να βαρύνουν ολόκληρο το σώμα. Το ακόμη βήμα εκδημοκρατισμού είναι να φέρουν οι ειδικές δυνάμεις τις ειδικές κάμερες που έχουν πάνω τους οι αστυνομικοί άλλων χωρών. Θα προστατεύονται οι πολίτες από την αυθαιρεσία και οι αστυνομικοί από τη συκοφαντία. Εδώ τι φοβόμαστε;
Το πρώτο βήμα μπορεί να γίνει αμέσως, δίνοντας στη δημοσιότητα το βίντεο από το drone της αστυνομίας, όπως ζήτησε το ΚΙΝΑΛ και ήταν η μόνη ψύχραιμη πρόταση που ακούστηκε.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 20 & 21.12.2019