Την επίχρυση δεκαετία των δύο μηδενικών (2000 – 2009) η ελληνική κοινωνία είχε δύο μεγάλους καημούς. Ο ένας ήταν η ιδιωτικότητα σε δημοσίους χώρους. Με μπροστάρηδες τους μπαχαλάκηδες, που δεν ήθελαν κάμερες στους δρόμους προφανώς για να μπορούν να κάνουν ανενόχλητοι τη «δουλειά» τους, και με τη χορωδία «ευαίσθητων» νομικών και δημοσιογράφων προωθήθηκε η ιδέα πως όσα συμβαίνουν σε δημόσιους χώρους δεν είναι δημόσια πράγματα αλλά είναι άθροισμα ιδιωτικών υποθέσεων. Ετσι ψηφίστηκαν διάφοροι παραλογισμοί: θα μπορούσαν να υπάρχουν κάμερες της Τροχαίας στους δρόμους, αλλά θα έπρεπε να σβήνουν κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων. Ή, επιτρέπονται οι κάμερες δίπλα στις πρεσβευτικές κατοικίες και στα γήπεδα, αλλά όχι παραδίπλα· προφανώς, για να μπορούν να σκοτώνονται ανενόχλητοι οι χούλιγκαν.
Η αντίφαση ήταν ότι ενώ ο δημόσιος χώρος μετατρεπόταν σε άθροισμα ιδιωτικών υποθέσεων, στον ιδιωτικό χώρο εισχωρούσε όλο και πιο βαθιά ο δημόσιος έλεγχος. Ο δεύτερος καημός της ελληνικής κοινωνίας ήταν ότι κάποιοι μπορεί να έκλεβαν περισσότερο και γι’ αυτό άρχισε να επεκτείνεται η υποχρέωση υποβολής δηλώσεων «πόθεν έσχες» σε δυνάμει δικαίους και αδίκους, δηλαδή και σε εκείνους που δεν διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα. Στο ολοκληρωμένο πληροφοριακό σύστημα «ΠΟΘeN» υπάρχει ο κατάλογος εκείνων που καλούνται να καταθέσουν δηλώσεις. Είναι 25 σελίδες A4 (!) που μεταφράζεται σε 180.000 υπόχρεους. Δήλωση υποχρεούνται να υποβάλλουν ακόμη και οι εκπρόσωποι των Ενώσεων Συλλόγων Γονέων στις Σχολικές Επιτροπές των Δήμων! Κι αυτό μεταφράζεται σε 120.000 χαμένες εργατοώρες τον χρόνο ή 10 εκατομμύρια ευρώ («Πρώτο Θέμα», 15.10.2017).
Η ιστορία του «πόθεν έσχες» ξεκινά προδικτατορικώς με την ψήφιση του νόμου 4351/1964. Οι βουλευτές αποφασίζουν να δημοσιοποιούν οικειοθελώς (με τη λέξη υπογραμμισμένη) την προσωπική τους περιουσία για την «προστασία της τιμής του πολιτικού κόσμου της χώρας». Η χειρόγραφη υποβολή τους κατ’ έτος δεν απέφερε κάποιο αποτέλεσμα στην πάταξη της πολιτικής διαφθοράς. Η δημοσιοποίηση των δηλώσεων (που έφταναν με κούτες στα γραφεία των εφημερίδων) χρησίμευαν μόνο για γαργαλιστικά δημοσιεύματα του στυλ «ποια είναι η περιουσία των πολιτικών αρχηγών» ή «το τοπ δέκα των πλουσίων και των φτωχών της Βουλής». Και μετά ξεχνιόνταν όλα, μέχρι να έρθουν οι επόμενες κούτες για να επαναληφθούν τα ίδια αφιερώματα.
Στην πολιτική ισχύει το δόγμα «αν αποτύχει κάτι, εφάρμοσέ το σε μεγαλύτερη κλίμακα». Ετσι ουδείς πτοήθηκε από το γεγονός ότι από τα «πόθεν έσχες» των 500 πολιτικών προσώπων (πρωθυπουργού, υπουργών, βουλευτών) δεν αποκαλύφθηκε ουδεμία περίπτωση διαφθοράς και έπειτα από πιέσεις (κυρίως αριστερών ηθικολόγων) το μέτρο επεκτάθηκε σε δημοσιογράφους, αιρετούς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης κ.ά. Το 2002 οι υπόχρεοι δηλώσεων ήταν 60.000 άτομα συν οι συγγενείς τους. Ετσι, ζήσαμε ένα ακόμη ελληνικό παράδοξο. Ενα κράτος που αδυνατούσε να φέρει αποτελέσματα από τον έλεγχο πεντακοσίων ατόμων, εκλήθη να ελέγχει 60.000 «πόθεν έσχες»!
Φυσικά, ουδείς ήλεγχε το παραμικρό. Η χαρτούρα με τα πολλά –μα πάρα πολλά!– δικαιολογητικά (συμβόλαια αγοράς ακινήτων, αυτοκινήτων σκαφών, βεβαιώσεις τραπεζών για καταθέσεις που μπορεί να ήταν και 10 ευρώ, μετοχολόγια, αντίγραφα αμοιβαίων κεφαλαίων κ.λπ.) σωρευόταν στα υπόγεια του Αρείου Πάγου προς… μελλοντικό έλεγχο. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλες τις μεγάλες υποθέσεις πολιτικής διαφθοράς τα «πόθεν έσχες» των πρωταγωνιστών (π.χ. Τσοχατζόπουλου, Μαντέλη κ.ά.) δεν αποκάλυψαν τίποτε. Πέρασαν από τις αρμόδιες επιτροπές της Βουλής μετ’ επαίνων.
Οι έχοντες και κατέχοντες το «ηθικό πλεονέκτημα» διεύρυναν έτι περαιτέρω τον κατάλογο των υπόχρεων. Εβαλαν μέσα και «τους βασικούς μετόχους, τα διοικητικά και τα διευθυντικά στελέχη των επιχειρήσεων με έδρα στην ελληνική επικράτεια ή αντιπρόσωπους εταιρειών οι οποίες έχουν συνάψει συμβάσεις με το ελληνικό Δημόσιο το αντικείμενο των οποίων ξεπερνάει τις 150.000 ευρώ». Είναι άβυσσος η σκέψη των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αλλά αν υποθέσουμε ότι μια εταιρεία λαδώνει έναν δημόσιο λειτουργό για να πάρει μια δουλειά (άνω των 150.000 ευρώ) πώς θα διαπιστωθεί μέσω «πόθεν έσχες» η διαφθορά; Θα δουν μείωση στα περιουσιακά στοιχεία των βασικών μετόχων;
Η υποβολή δηλώσεων «πόθεν έσχες» έγινε ένα περιττό καψώνι για εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες και τους συγγενείς τους. Είναι ένα επιπλέον γραφειοκρατικό εμπόδιο για όσους θέλουν να επενδύσουν στη χώρα· αυτά που υποτίθεται ότι εξαλείφουμε. Αποτελεί «διασπάθιση δημοσίου χρόνου», σύμφωνα με τον επιτυχή νεολογισμό που εισήγαγε ο κ. Αρίστος Δοξιάδης («Καθημερινή» 15.10.2017), για έναν επιπλέον λόγο. Σύμφωνα με στελέχη του φοροελεγκτικού μηχανισμού, «Οι δηλώσεις “πόθεν έσχες” είχαν νόημα π.χ. πριν από δέκα χρόνια, όταν ίσχυε πραγματικά το τραπεζικό απόρρητο… [Τώρα] δεν ισχύει πλέον το απόρρητο ούτε ενώπιον της εφορίας, ούτε φυσικά για τις ελεγκτικές αρχές που λειτουργούν με εισαγγελική εντολή ή υποστήριξη… Ενώ έχουμε τέτοια εργαλεία περιμένουμε να δούμε αν θα… αυτοκαταγγελθούν με τις δηλώσεις που θα κάνουν οι επίορκοι και διεφθαρμένοι λειτουργοί για να τους πιάσουμε;» («Πρώτο Θέμα» 15.10.2017)
Κοντολογίς: 1) Η δήλωση «πόθεν έσχες», αν και δεν είχε αποτελέσματα στην καταπολέμηση της πολιτικής διαφθοράς, είναι χρήσιμη για αυτό που θεσπίστηκε, δηλαδή «την προάσπιση της τιμής του πολιτικού κόσμου». Κι αυτό υπό την προϋπόθεση ότι θα καταργηθούν οι κουτοπονηριές του κ. Φίλιππου Πετσάλνικου. Σήμερα τα «πόθεν έσχες» των βουλευτών βγαίνουν στον δικτυακό τόπο της Βουλής για ένα μήνα, χωρίς δυνατότητα αποθήκευσης ή επεξεργασίας και μετά εξαφανίζονται. Το αποτέλεσμα είναι να μην μπορεί κάποιος να συγκρίνει τη φετινή περιουσιακή κατάσταση ενός πολιτικού με την περυσινή για να διαπιστώσει αν αυτός είναι διεφθαρμένος ή όχι. 2) Αν και είναι εύλογες οι αμφιβολίες ότι ελέγχονται τα «πόθεν έσχες» κρατικών λειτουργών, μπορούμε να θεωρήσουμε την υποβολή τους αναγκαία, από τη στιγμή που διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα. Αντιθέτως, είναι παράλογο να καταθέτουν δηλώσεις χιλιάδες δημοσιογράφοι, μέλη ιδιωτικών επιχειρήσεων κ.λπ. Οχι επειδή οι τελευταίοι είναι άγιοι άνθρωποι, αλλά επειδή αν κάποιοι από αυτούς είναι διεφθαρμένοι αφενός δεν κλέβουν τους φόρους και τους κόπους του συνόλου και αφετέρου έχουμε έναν σκασμό ελεγκτικούς μηχανισμούς και δικαστές να τους ελέγξουν.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 22.10.2017