Σε υποθέσεις δημοσίου ενδιαφέροντος, όπως είναι η απόπειρα χρηματισμού ενός βουλευτή. Όλα πρέπει να βγαίνουν στο φως.
Η αλήθεια είναι ότι και τα Nixon-Tapes, με τα οποία στοιχειοθετήθηκε η εμπλοκή του Αμερικανού προέδρου στη δυσώδη υπόθεση Watergate, ήταν κατά κάποιο τρόπο «προϊόν υποκλοπής». Ο Ρίτσαρντ Νίξον είχε στήσει έναν ολόκληρο μηχανισμό καταγραφής στα γραφεία που χρησιμοποιούσε και μαγνητοφωνούσε όλες τις συζητήσεις εν αγνοία των συνομιλητών του. Οταν έγινε γνωστό το σύστημα καταγραφής στην αρμόδια επιτροπή του Κογκρέσου, ο Ρίτσαρντ Νίξον αρνήθηκε να παραδώσει τις ηχογραφημένες συνομιλίες, φέροντας ως επιχείρημα τα προεδρικά προνόμια και λόγους εθνικής ασφάλειας. Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ ομόφωνα (8-0) έκρινε ότι τα «προϊόντα υποκλοπής» πρέπει να χρησιμοποιηθούν στην έρευνα. Η επιτροπή του Κογκρέσου έψαχνε τις πιθανές ποινικές ευθύνες του προέδρου των ΗΠΑ, για τον οποίο υπήρχαν σοβαρές υπόνοιες πως ενήργησε με σκοπό την παρεμπόδιση απονομής δικαιοσύνης.
Φυσικά, ποτέ δεν τέθηκε θέμα απόκρυψης αυτών των συνομιλιών από τον αμερικανικό λαό. Οι διάλογοι πήγαν στην επιτροπή. Ταυτόχρονα δημοσιοποιήθηκαν και 19 ημέρες μετά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου ο Ρίτσαρντ Νίξον παραιτήθηκε. Αντιθέτως, στην Ελλάδα, ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών κ. Ισίδωρος Ντογιάκος ανέθεσε στη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για να εντοπίσει ποιοι ανήρτησαν παρανόμως στο Διαδίκτυο το επίμαχο υλικό.
Υπάρχουν πολλές και βρώμικες πτυχές στην απόπειρα χρηματισμού του βουλευτή κ. Παύλου Χαϊκάλη και ακόμη πιο δυσώδεις προεκτάσεις. Αναφερόμαστε σε «απόπειρα χρηματισμού», διότι αυτή δεν αμφισβητείται από τους δύο πρωταγωνιστές της ιστορίας, αλλά απλώς παρουσιάζουν δύο διαφορετικές αφηγήσεις για τα κίνητρα. Ο μεν κ. Χαϊκάλης ισχυρίζεται ότι ήταν απόπειρα χρηματισμού για να ψηφίσει υπέρ της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, ο δε κ. Γιώργος Αποστολόπουλος λέει ότι έκανε την απόπειρα χρηματισμού για να καταγγείλει τον βουλευτή ως «άτομο μειωμένης ηθικής», το οποίο αναζητούσε τρόπο να «λύσει το πρόβλημά του» διά της ψήφου του στις προεδρικές εκλογές.
Δεν ξέρουμε ποια από τις δύο αφηγήσεις είναι πραγματική, αλλά επ’ ουδενί πρέπει να θεωρήσουμε την υπόθεση ως μια ήσσονος σημασίας και κακής ποιότητας κωμωδία. Είτε δηλαδή κάποιος επιχείρησε να χρηματίσει ένα βουλευτή είτε ένας βουλευτής είναι αργυρώνητος και επιζητούσε χρηματισμό, υπάρχουν σοβαρές πολιτικές επιπτώσεις και εικάζουμε ποινικές ευθύνες. Και ναι μεν πρέπει να ελεγχθούν οι δευτερεύουσες πτυχές της υπόθεσης –όπως η επένδυση των 5.000 ευρώ με 10% απόδοση ανά μήνα ή η εμπλοκή του κ. Λάκη Λαζόπουλου– αλλά η απόπειρα χρηματισμού, ανεξαρτήτως κινήτρων, είναι πληγή στην κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Συνεπώς, παρά το γεγονός ότι η εισαγγελία δεν βρήκε ποινικές ευθύνες σε αυτήν τη βρώμικη υπόθεση, το εύρυθμο της δημοκρατίας απαιτεί να πέσει άπλετο φως ειδικά σε μια χώρα σαν την Ελλάδα όπου η καχυποψία περισσεύει. Πρέπει οι πολίτες, σε μια κατεξοχήν δημόσια υπόθεση, να έχουν όλες τις πληροφορίες και να κρίνουν· όχι το πιθανό ποινικό σκέλος της ιστορίας, αλλά τουλάχιστον το πολιτικό. Υπ’ αυτή την έννοια είναι άστοχη η παρέμβαση της Εισαγγελίας, που ανέθεσε στη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για να εντοπίσει ποιοι ανήρτησαν παρανόμως στο Διαδίκτυο το επίμαχο βίντεο της συνομιλίας Χαϊκάλη – Αποστολόπουλου. Στο κάτω κάτω της γραφής και η συνομιλία έγινε σε δημόσιο χώρο και το θέμα της αφορά τα δημόσια πράγματα· δεν μιλούσαν για τις ερωτικές τους περιπέτειες.
Σε πιο προηγμένες δικαιικά χώρες, όπως είναι οι ΗΠΑ, υπάρχει αυστηρή προστασία της ιδιωτικής ζωής και οι υποκλοπές τιμωρούνται. Ταυτοχρόνως υπάρχει και ισχυρή προστασία του Τύπου να ερευνά και να αποκαλύπτει θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Ακόμη και αν αυτές οι αποκαλύψεις βασίζονται σε προϊόντα υποκλοπής. Πάνω σ’ αυτήν τη βάση νομολόγησε και το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ όταν αντιμετώπισε μία ακριβώς όμοια με τη «Χαϊκάλης-Γκέιτ» υπόθεση. Παρά το γεγονός ότι οι υποκλοπές τηλεφωνημάτων απαγορεύονται και από τον ομοσπονδιακό και από τον πολιτειακό νόμο της Πενσιλβάνια, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αθώωσε τον δημοσιογράφο Fred Vopper, ο οποίος ραδιοφωνικά μετέδωσε προϊόν υποκλοπής, αφού ο ίδιος δεν έκανε την υποκλοπή. Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή των αξιωματούχων που συνομιλούσαν στην επίμαχη κασέτα, αν και ισχυρό, δεν έχει την ίδια βαρύτητα με το δικαίωμα του κοινού να αποκτήσει τις συγκεκριμένες πληροφορίες, εφόσον ο δημοσιογράφος δεν έκανε κάτι παράνομο για να τις αποκτήσει.
«Σ’ αυτήν την υπόθεση, το έννομο συμφέρον προστασίας της ιδιωτικής ζωής των ατόμων των οποίων η συνομιλία υποκλάπηκε, αν και ισχυρό, βρέθηκε λιποβαρές σε σχέση με το έννομο συμφέρον της δημοσίευσης υποθέσεων που έχουν δημόσιο ενδιαφέρον», έγραψε ο δικαστής John Paul Stevens ως πλειοψηφούσα άποψη. Τόνισε όμως ότι οι πληροφορίες σε αυτή την περίπτωση ήταν «αδιαμφισβήτητα υπόθεση δημόσιου ενδιαφέροντος». Η καταδίκη του δημοσιογράφου και του ραδιοφωνικού σταθμού που μετέδωσε την επίμαχη συνομιλία, τόνισε ο εισηγητής της πλειοψηφίας, θα έπληττε «τον πυρήνα της Πρώτης Τροπολογίας του Συντάγματος, γιατί θα τιμωρούσε ένα Μέσο μόνο και μόνο επειδή δημοσιοποίησε αληθείς πληροφορίες δημοσίου ενδιαφέροντος… Οπως αναφέρουν οι Warren και Brandeis στο κλασικό άρθρο τους (σ.σ.: «Το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα», Harvard Law Review, 15 Δεκεμβρίου 1890): το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή δεν απαγορεύει καμία δημοσίευση θεμάτων που είναι δημοσίου ενδιαφέροντος. Το κόστος κάποιου που σχετίζεται με τα δημόσια πράγματα είναι η συνακόλουθη απώλεια ιδιωτικότητας». Να σημειώσουμε ότι η δημόσια αυτή υπόθεση –που κατά το Ανώτατο Δικαστήριο δικαιολογούσε τη μειωμένη προστασία της ιδιωτικής ζωής των συνομιλούντων– αφορούσε τον διακανονισμό των αυξήσεων μισθών που θα έπαιρναν οι δάσκαλοι μιας μικρής επαρχίας και όχι την απόπειρα χρηματισμού ενός βουλευτή για ένα τεράστιο πολιτικής σημασίας ζήτημα.
Δεν γνωρίζουμε πώς μπήκε στο αρχείο η έρευνα των δικαστικών αρχών σχετικά με τη δυσώδη αυτή υπόθεση. Το θέμα είναι ότι για μία ακόμη φορά στη χώρα μας επιβεβαιώνεται η ρήση του Τζορτζ Στεφανόπουλου, «αν όλα πάνε στραβά, ρίξε το φταίξιμο στον Τύπο». Το πρόβλημα είναι ότι πάνω σε υπαρκτές παθογένειες των ελληνικών ΜΜΕ, σε κιτρινισμούς και παραβιάσεις της δεοντολογίας, φτιάχτηκε ένα ασφυκτικό νομικό πλαίσιο που κατ’ ουσίαν χρησιμοποιείται για συσκότιση υποθέσεων όχι απλώς δημοσίου ενδιαφέροντος, αλλά και εκείνων που άπτονται της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Γράφαμε και παλιότερα ότι ειδικά στα ζητήματα λόγου κάθε τρυπούλα ανελευθερίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί διασταλτικά από τις διωκτικές και δικαστικές αρχές, με αποτέλεσμα την καθολική λογοκρισία. Και το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι μόνο οι «τρυπούλες» λογοκρισίας, αλλά οι χοάνες της. Κατ’ αρχάς είναι το ίδιο το Σύνταγμα, που αφενός προβλέπει ότι «ο Tύπος είναι ελεύθερος. Η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται» και μετά έχει 571 λέξεις απαγορεύσεων, μεταξύ των οποίων είναι και η κατάσχεση εφημερίδων για «προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας». Οι ελληνικοί νόμοι με πρώτο το Σύνταγμα είναι γεμάτοι με λογοκριτικές διατάξεις. Πάντα για να εξυπηρετήσουν κάποιους «ανώτερους» της ελευθερίας του λόγου σκοπούς. Ολες αυτές οι διατάξεις λειτουργούν σαν τους ελληνικούς νόμους· καθεύδουν, που θα έλεγε και ο μακαριστός Χριστόδουλος. Μέχρι που κάποιος θα τους εφαρμόσει καταχρηστικά, για να αρχίσουμε όλοι να αναρωτιόμαστε: «Μα πώς συνέβη αυτό;».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 28.12.2014