Κάθε σοβαρός επενδυτής θα προτιμήσει τη Γερμανία να φτιάξει το εργοστάσιό του αντί της Ελλάδος ή της Βουλγαρίας. Θα πληρώσει κάτι παραπάνω σε φόρους, αλλά θα μπορέσει να δουλέψει και να κερδίσει.
Ηταν ασαφής ο πρωθυπουργός σε σχέση με το όραμά του για τη φορολογία, όπως το ανέφερε επιγραμματικά στην «Ημερίδα για την προώθηση των Επιχειρηματικών Συνεργασιών στην Ελλάδα». «Δεν το κρύβω», είπε, «ότι ήμουν πάντοτε υπέρ του 15% ενός ενιαίου flat rate tax. Δεν πρέπει, δηλαδή, η φορολογία να πλήττει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας». Εννοούσε ενιαίο συντελεστή φορολογίας όλους; Ή εννοούσε μόνο τις επιχειρήσεις, όπως ερμήνευσαν όλοι;
Αν εννοούσε τη φορολογία των αδιανεμήτων κερδών, αυτές ήδη έχουν ενιαίο συντελεστή φορολόγησης. Η ανακολουθία εδώ, όμως, είναι ότι επί των ημερών αυτής της κυβέρνησης, ο φόρος επί των κερδών που μένουν στην επιχείρηση για επανεπένδυση αυξήθηκε από το 20% που ήταν το 2011 στο 26%. Αντιθέτως, μειώθηκε η φορολογία επί των κερδών που προορίζονται για… γιορτή και σχόλη. Ο φόρος στα μερίσματα μειώθηκε από το 25% στο 10%.
Εννοούσε με το «ενιαίο» ο κ. Σαμαράς συνολική επιβάρυνση 15% μερισμάτων και αδιανεμήτων κερδών; Αυτό αφενός δεν επιδοτεί φορολογικά την επανεπένδυση των κερδών (κάτι που από το προηγούμενο φορολογικό νομοσχέδιο φάνηκε ότι δεν απασχολεί την κυβέρνηση) και αφετέρου είναι κοινωνικά άδικο. Δεν πρέπει τα εισοδήματα των πολιτών να φορολογούνται αναλόγως της πηγής. Κάθε υπεραξία που παράγεται πρέπει να φορολογείται με τους ίδιους συντελεστές, είτε αυτός είναι ένας –όπως υποστηρίζουν πολλοί νεοφιλελεύθεροι– είτε κλιμακωτοί, όπως υποστηρίζουν οι οπαδοί της «κοινωνικής δικαιοσύνης».
Φυσικά, έχουμε πρόβλημα προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, το οποίο επιβαρύνεται από την υψηλότερη φορολογία που έχει η Ελλάδα σε σχέση με γειτονικές της χώρες. «Δεν μπορεί να υπάρχει από τους έξω προσδοκία ότι θα γίνουν εδώ πέρα οι τεράστιες επενδύσεις, όταν δίπλα μας η Τουρκία ή η Βουλγαρία ή όλες οι άλλες χώρες οι ανταγωνιστικές έχουν στο μισό τους δικούς τους φορολογικούς συντελεστές», είπε στην ίδια ομιλία ο πρωθυπουργός.
Αληθές είναι αυτό, αλλά εν μέρει. Υπάρχουν βασικότερα προβλήματα που διώχνουν τους ξένους επενδυτές. Πρώτον, δεν ξέρει κανείς τι του ξημερώνει στα φορολογικά. Δεύτερον, απαιτείται γραφειοκρατικός «Γολγοθάς» για να συγκεντρωθούν όλα τα απίθανα πιστοποιητικά για να προχωρήσει μια επένδυση. Και όταν ο επενδυτής νομίσει πως έχει τελειώσει, θα ξεκινήσουν οι προσφυγές των «υπερευαίσθητων» (στο περιβάλλον, στην κληρονομιά, στην ομορφιά κ.λπ. του τόπου) σε κάθε πτυχή της επένδυσης. Με τον ρυθμό δε που βγάζουν αποφάσεις τα δικαστήρια, ο επενδυτής θα έχει γεράσει και δεν θα έχει τελειώσει. Τρίτον, οι επιβαρύνσεις που εμφανίζονται στον τιμοκατάλογο της επένδυσης είναι εικονικές· δεν περιλαμβάνουν τα μπαχτσίσια στον κρατικό μηχανισμό. Πέμπτον: ακόμη κι όταν τακτοποιηθούν όλα, κάποιο Οβριόκαστο θα ξεφυτρώσει για να ξαναξεκινήσουν οι προσφυγές. Αν αυτά δεν αρκούν, θα υπάρξουν και μερικοί από τους «υπερευαίσθητους» να του κάψουν το μαγαζί.
Εχοντας όλα αυτά τα εμπόδια, δεν μπορούμε να μιλάμε για φορολογικό ή μισθολογικό ανταγωνισμό με τις γειτονικές χώρες. Κάθε σοβαρός επενδυτής θα προτιμήσει τη Γερμανία να φτιάξει το εργοστάσιό του αντί της Ελλάδος ή της Βουλγαρίας. Θα πληρώσει κάτι παραπάνω σε φόρους, αλλά θα μπορέσει να δουλέψει και να κερδίσει. Αντιθέτως, εδώ θα είναι σε μια διαρκή πάλη με τα θεριά· δεξιά κι αριστερά…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 13.3.2013