Η συζήτηση περί δημοσιότητας πνίγεται μέσα σε ασάφειες και πολλά συνθήματα.
Υπάρχει μια μεγάλη σύγχυση για τα περί δημοσιότητας της δίκης, για την τηλεόραση και τον Τύπο. Αυτή επιτείνεται από το γεγονός ότι πολλοί συγχέουν (εσκεμμένα;) το νόμιμο και παράνομο, το συνταγματικό και αντισυνταγματικό, το δέον και το αντιδεοντολογικό.
Κατ’ αρχήν πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι η συνταγματική επιταγή περί δημοσιότητας της δίκης εκπληρώνεται και χωρίς την παρουσία της κάμερας. Αρα από τον νόμο δεν απορρέει καμιά υποχρέωση για μετάδοση της δίκης. Αν πρέπει να μεταδοθεί ή όχι, είναι ζήτημα πολιτικής αντιπαράθεσης και όχι νομικής.
Δεύτερον. Υπάρχει μια σύγχυση για το νόμο που πέρασε η κυβέρνηση Μητσοτάκη (ο οποίος απαγόρευε την δημοσίευση προκηρύξεων ) και την απαγόρευση τηλεοπτικής μετάδοσης της δίκης. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι πρέπει να υπάρξει «δημόσια ανυπακοή» στον τελευταίο νόμο -όπως τότε που πήγαν φυλακή πολλοί διευθυντές εφημερίδων- ώστε να επιβληθεί η μετάδοση. Υπάρχει όμως μια ουσιαστική διαφορά. Ο «νόμος Μητσοτάκη» ήταν αντισυνταγματικός επειδή περιόριζε την ελευθερία του Τύπου. Τα έντυπα (επειδή χρησιμοποιούν αποκλειστικά δικά τους μέσα) μπορούν να δημοσιεύουν ότι θέλουν, χωρίς νομικές κυρώσεις. Μια εφημερίδα για παράδειγμα, μπορεί να δημοσιεύσει κι ένα άρθρο με τίτλο «Ζήτω η 17 Νοέμβρη». Αν πρέπει να το βάλει ή όχι είναι ζήτημα δεοντολογικής αντιπαράθεσης και όχι νομικής.
Στην τηλεόραση τα πράγματα αλλάζουν, επειδή χρησιμοποιεί δημόσια περιουσία. Η κοινωνία δια του ΕΣΡ μπορεί να επιβάλλει πλήρη απαγόρευση, ακόμη και αναφορών για την δίκη. Εάν πρέπει να το κάνει είναι ζήτημα πολιτικής αντιπαράθεσης και όχι νομικής.
Τρίτον. Πρέπει να ξεχωρίσουμε τις απαγορεύσεις εντός κι εκτός του δικαστηρίου. Εντός, οι δικαστές μπορούν να αποφασίσουν όπως θέλουν με αποκλειστικό γνώμονα την καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης. Όχι την ενημέρωση. Μπορεί να επιτρέψει ή να απαγορεύσει τη φωτογράφηση ή μαγνητοσκόπηση σταθμίζοντας μόνο όσα αφορούν τη δίκη. Εκτός του δικαστηρίου, όμως, καθένας μπορεί να μαγνητοσκοπήσει ή και να φωτογραφίσει. Το πρόβλημα, λοιπόν, του «νόμου Πετσάλνικου» δεν είναι ότι ρυθμίζει κάποια πράγματα εντός του δικαστηρίου, αλλά ότι επεκτείνεται εκτός. Απαγορεύει τη φωτογράφηση δημοσίων προσώπων (όπως είναι οι κατηγορούμενοι) σε δημόσιο χώρο. Αυτό είναι αντισυνταγματικό γιατί περιορίζει την ελευθερία του Τύπου. Μια εφημερίδα λοιπόν μπορεί να δημοσιεύσει την φωτογραφία ενήλικου κατηγορουμένου εκτός του δικαστηρίου. Αν πρέπει να το κάνει είναι ζήτημα δεοντολογικής και όχι νομικής αντιπαράθεσης.
Τέταρτον. Πρέπει να ξεχωρίσουμε επίσης την μαγνητοσκόπηση από τη μετάδοση (εκτός του δικαστηρίου). Οιοσδήποτε πρέπει να μπορεί να μαγνητοσκοπήσει ότι θέλει. Η μετάδοση του όμως μέσω των δημοσίων συχνοτήτων υποβάλλεται στην κρίση και τις απαγορεύσεις του ΕΣΡ. Έτσι ο «νόμος Πετσάλνικου» που απαγορεύει τη μαγνητοσκόπηση, πέρα από το γεγονός ότι είναι αντισυνταγματικός ρυθμίζει λάθος πράγματα. Το ΕΣΡ μπορεί να απαγορέψει την μετάδοση σκηνών έξω από το δικαστήριο, για να προστατέψει την προσωπικότητα των κατηγορούμενων.
Η συζήτηση περί δημοσιότητας πνίγεται μέσα σε ασάφειες και πολλά συνθήματα. Το αποτέλεσμα είναι ότι η στρεβλή συζήτηση παράγει και στρεβλά νομοθετικά αποτελέσματα. Απαγορεύονται πράγματα που έπρεπε να επιτρέπονται και επιτρέπονται άλλα που έπρεπε να απαγορεύονται. Αυτά τα αποτελέσματα λουζόμαστε καθημερινά στις οθόνες μας…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 9.3.2003