Παρατηρείται ένα ανησυχητικό φαινόμενο στην κυβέρνηση: Οι υπουργοί της δεν κατανοούν το επικοινωνιακό περιβάλλον μέσα στο οποίο δρουν κι εργάζονται.
Τελικά, ο ανασχηματισμός θα γίνει όχι κατ’ επιλογή του πρωθυπουργού ούτε υπό την πίεση των Μέσων, αλλά εξαιτίας των γλωσσικών ολισθημάτων των υπουργών. Άλλος ένας πονοκέφαλος προστέθηκε λοιπόν, χθες στο Μέγαρο Μαξίμου με αφορμή όσα απρεπή είπε (και παραμένουν απρεπή είτε έγιναν ως δημόσια δήλωσή είτε ως κουβέντα σε κομματικά στελέχη) ο υφυπουργός Δημόσιας Τάξης, Χρήστος Μαρκογιαννάκης, για τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Δημήτρη Λινό.
Πέρα από την ουσία των λεχθέντων, η οποία σχολιάζεται ήδη απ’ άκρου εις άκρον της χώρας, παρατηρείται ένα ανησυχητικό φαινόμενο στην κυβέρνηση: Οι υπουργοί της δεν κατανοούν το επικοινωνιακό περιβάλλον μέσα στο οποίο δρουν κι εργάζονται. Πιστεύουν ότι μπορούν να λένε (ή να πάνε, όπως στην περίπτωση του κ. Αδάμ Ρεγκούζα) ό,τι θέλουν όπου θέλουν κι αν παρ’ ευχή βγει κάτι στη δημοσιότητα νομίζουν ότι μπορούν να το ξεπεράσουν με μια παιδιάστικη δήλωση του στιλ «είναι ψεύδος» ή «παρερμηνεύθηκαν όσα είπα».
Δεν κατανοούν το απλό: Παντού υπάρχει μια κάμερα ή ένα μικρόφωνο, παντού υπάρχουν Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, που πλέον διασυνδέονται, ότι η πληροφορία ταξιδεύει πλέον με την ταχύτητα του φωτός και τίποτε δεν μπορεί να αποκρυβεί.
Πριν από μερικά χρόνια οι πολιτευτές ζούσαν σε δύο κόσμους: Ο ένας ήταν του κέντρου, στον οποίο ήταν εξαιρετικά προσεκτικοί και ο άλλος της περιφέρειας, όπου μπορούσαν να κάνουν και τον καμπόσο, να πουν βρε αδελφέ, μια κουβέντα παραπάνω. Έτσι ικανοποιούσαν μεγαλύτερη πολιτική πελατεία. Στο κέντρο εμφανίζονταν πιο συναινετικοί και πιο προσηνείς, στον τόπο της εκλογής τους πιο «μάγκες». Κι όλα αυτά χωρίς μεγάλο κίνδυνο να εκτεθούν. Ο επαρχιακός Τύπος ήταν κυρίως μέσο δημοσίευσης δελτίων Τύπου (στα οποία επίσης δεν πρόσεχαν και δημοσίευαν πολλές φορές «χοντράδες») και αποκομμένος από το κέντρο. Από την άλλη, η τεχνολογία καταγραφής (μαγνητόφωνα, βιντεοκάμερες κ.λ.π.) ήταν πολύ ακριβή κι ως εκ τούτου πολύ σπάνια. Ελάχιστες φορές υπήρχαν απτά ηχητικά ή βίντεο ντοκουμέντα για όσα λέγονται σε εκδηλώσεις ή συναντήσεις ρουτίνας.
Τα πράγματα, όμως, άλλαξαν. Καταρχήν, η τεχνολογία καταγραφής έγινε εξαιρετικά φθηνή και είναι πλέον διαδεδομένη. Κάθε πολίτης μπορεί να βρεθεί στη θέση του ρεπόρτερ, έχοντας απλώς το κινητό τηλέφωνό του. Αν θυμηθούμε ότι κοτζάμ τσουνάμι μεταδόθηκε από τα διεθνή ΜΜΕ διά των κινητών τηλεφώνων που είχαν οι τουρίστες στις πληγείσες περιοχές, ο κ. Μαρκογιαννάκης θα ξέφευγε;
Το δεύτερο στοιχείο είναι η διασύνδεση πλέον των κεντρικών και περιφερειακών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Όλα τα κανάλια έχουν ανταποκριτές στην περιφέρεια, οι επαρχιακές εφημερίδες βγαίνουν στο Διαδίκτυο, από τα τοπικά κανάλια φεύγουν ρεπορτάζ για να εμπλουτίσουν τα δελτία των πανελλαδικών.
Αυτό σημαίνει ότι η εποχή που οι πολιτικοί μπορούσαν να ζουν σε δύο κόσμους έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Η διάχυση της επικοινωνίας ενοποιεί το κέντρο με την περιφέρεια, κάτι που μοιάζει να μην το καταλαβαίνουν οι πολιτικοί και δη οι υπουργοί της Νέας Δημοκρατίας.
Πριν, λοιπόν, αρχίσουν την προσφιλή τους πρακτική λιθοβολισμού των ΜΜΕ και αναθέματος σε εσωκομματικούς αντιπάλους, ίσως, πρέπει να αναλογιστούν ότι ο κόσμος άλλαξε κι αυτοί παρέμειναν ίδιοι. Εκεί βρίσκεται το πρόβλημα. Το νέο επικοινωνιακό τοπίο είναι εξαιρετικά απαιτητικό και χρειάζεται, πριν απ’ όλα, προσοχή σε όσα λένε κι όσα κάνουν διότι θα τα μάθουμε. Έτσι κι αλλιώς…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 11.1.2006