Σήμερα 2,8 δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας των 2 δολαρίων ημερησίως. Ζουν, δηλαδή, με λιγότερα λεφτά απ’ όσα επιδοτεί κάθε γελάδι η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ωραία! Τον βρίσαμε, σύμφωνα με τις ελληνικές Αριστερές παραδόσεις. Ελεεινολογήσαμε αρκούντως το «νεοφιλελευθερισμό» του. Καταραστήκαμε την ώρα και τη στιγμή που επανεξελέγη -παρά τις ρωμαίικες επιθυμίες, οι οποίες κατά τα ειωθότα είχαν βαπτιστεί «προβλέψεις». Μήπως ήρθε η ώρα να τον ακούσουμε κιόλας;
Ο λόγος για το Βρετανό πρωθυπουργό κ. Τόνι Μπλερ, αυτόν που άκριτα βαφτίσαμε συνεχιστή του έργου της κ. Μάργκαρετ Θάτσερ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, άσχετα αν ο ίδιος δηλώνει ότι θα κατεδαφίσει μια βασική κατάκτηση της «σιδηράς κυρίας» στον Κοινοτικό Προϋπολογισμό.
Παρένθεση: το 1984, στη Σύνοδο Κορυφής του Φοντενεμπλό, η βαρόνη Θάτσερ με την περίφημη φράση «I want my money back» («Θέλω τα λεφτά μου πίσω») κατάφερε να επιστρέφονται στη Βρετανία εισφορές τεσσάρων δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Αυτά τα πολλά λεφτά (για την υπό διαπραγμάτευση περίοδο 2007-2013 είναι κάτι παραπάνω από το Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης της Ελλάδος) ο κ. Μπλερ δηλώνει ότι θέλει να τα δίνει πίσω. Παρ’ όλα αυτά εμείς τον βαφτίσαμε «θατσερικό». Αλλά είπαμε, στην Ελλάδα η δημόσια συζήτηση γίνεται επί του φανταστικού. Κολλάμε ταμπέλες για να βρίζουμε ή να εκθειάζουμε. Κλείνει η παρένθεση…
Ο κ. Μπλερ όμως βάζει κάποιους όρους για να δίνει τα επιπλέον 4 δισ. ευρώ στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Πρώτα απ’ όλα θέλει να έχει λόγο στο πώς θα μοιράζονται. Έχει ένα δίκιο όταν επιχειρηματολογεί ότι το 5% των κατοίκων της Ένωσης παίρνει το 40% του Κοινοτικού Προϋπολογισμού. Οι, για ψηφοθηρικούς λόγους, χαϊδεμένοι αγρότες (κυρίως της Γαλλίας και δευτερευόντως των άλλων χωρών) έχουν γίνει μια ιδιότυπη κάστα δημοσίων υπαλλήλων. Βρέξει-χιονίσει, παράγουν-δεν παράγουν, πληρώνονται. Όπως ακριβώς οι υπάλληλοι της πολεοδομίας. Δεν έχουν κανένα κίνητρο ή αντικίνητρο να εκσυγχρονίσουν την παραγωγική διαδικασία τους, είτε να κάνουν κάτι άλλο. Ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα μαζί με τη γραφειοκρατία του χρηματοδοτεί για καθαρά μικροπολιτικούς λόγους ανθρώπους που το προϊόν τους καταλήγει στις χωματερές. Και το πρόβλημα δεν συνίσταται μόνο στη σπατάλη των πόρων που επιτυγχάνεται διά των αγροτικών επιδοτήσεων…
Σήμερα 2,8 δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας των 2 δολαρίων ημερησίως. Ζουν, δηλαδή, με λιγότερα λεφτά απ’ όσα επιδοτεί κάθε γελάδι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι άνθρωποι αυτοί δεν πάσχουν εξαιτίας της «νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης» αλλά από την έλλειψή της. Μπορούν να παράγουν φθηνά πολλά προϊόντα, κυρίως αγροτικά, αλλά δεν έχουν πού να τα πουλήσουν, επειδή κοντόφθαλμες πολιτικές ηγεσίες (σαν τις ευρωπαϊκές ή και του κ. Τζορτζ Μπους) βλέπουν το δέντρο των συντεχνιών που τους πολιορκούν και χάνουν το δάσος της παγκόσμιας ευημερίας και -κατ’ επέκταση- ασφάλειας. Όταν κάποιος μοχθεί στη χώρα του, παράγει και δεν πουλά, δεν μπορεί να ζήσει. Η μόνη διέξοδός του είναι η μετανάστευση. Είναι προτιμότερο να πηγαίνει στις δυτικές χώρες όπου οι γραφειοκρατίες και το πολιτικό σύστημα επιδοτούν την αγροτική παραγωγή (και κατ’ επέκταση και τον δικό του μόχθο) παρά να παράγει στη χώρα του και πηγαίνουν οι κόποι του χαμένοι. Το καθεστώς των αγροτικών επιδοτήσεων δεν παράγει μόνο αγρότες-δημόσιους υπαλλήλους. Παράγει ανισότητες και μετακινήσεις πληθυσμών. Κανείς δεν θα έφευγε από τον τόπο του αν εκεί μπορούσε να ζήσει, με όσα λεφτά ζουν τα γελάδια στην Ευρώπη…
Ήρθε η ώρα που η Δύση πρέπει να επιλέξει. Ή θα φτάνουν τα προϊόντα του Τρίτου Κόσμου στις αγορές της ή οι παραγωγοί αυτών των προϊόντων στις ακτές της. Δεν μπορεί εσαεί να φτιάχνουμε βουνά από βούτυρο στην Ευρώπη και κάτω από τη Μεσόγειο να μην υπάρχει ψωμί. Οι κοινοτικές επιδοτήσεις των αγροτικών προϊόντων μπορεί να φέρνουν ψήφους, δεν λύνουν όμως προβλήματα.
Αυτά τα απλά είπε ο κ. Τόνι Μπλερ. Κι αφού βρίσουμε και ξεθυμάνουμε καλά είναι να ακούσουμε κι αυτά που λέει. Μπορεί κάτι να μάθουμε…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 23.6.2005