Όλα καλά κι άλλα ωραία. Μηνύματα εστάλησαν. Μηνύματα επιδόθηκαν. Μηνύματα επέστρεψαν. Μηνύματα εισακούσθηκαν και μηνύματα πήγαν στον κάλαθο των αχρήστων. Οι δημοσιογράφοι όμως γιατί πράγμα ακριβώς φταίνε;
Όλα καλά κι άλλα ωραία. Μηνύματα εστάλησαν. Μηνύματα επιδόθηκαν. Μηνύματα επέστρεψαν. Μηνύματα εισακούσθηκαν και μηνύματα πήγαν στον κάλαθο των αχρήστων. Οι δημοσιογράφοι όμως γιατί πράγμα ακριβώς φταίνε; Ο λόγος για τον καλό συνάδελφο (θα μπορούσε να είναι κι ένας εξαίρετος υπερνομάρχης) κ. Γιάννη Τζαννετάκο ο οποίος από «δίαυλον εις δίαυλον» κατακεραυνώνει κάποιους δημοσιογράφους ότι λειτούργησαν ως «βαποράκια του κυβερνοΠΑΣΟΚ» και ασκούσαν εντεταλμένη υπηρεσία για τον κ. Κώστα Λαλιώτη.
Να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους. Η ελληνική δημοσιογραφία γενικώς δεν περνά και τις καλύτερες ή πλέον αξιόπιστες μέρες της. Γίνονται βήματα μπροστά, αλλά η απαξία είναι τεράστια και χρειάζονται άλματα. Αυτό που ξέρει ο κ. Τζαννετάκος και το ξέρουν όλοι παρεπιδημούντες του ιστορικού κέντρου των Αθηνών είναι ότι φαξ φεύγουν απ’ όλους και κατευθύνονται σε πολλούς αποδέκτες. Στην προεκλογική εκστρατεία που πέρασε θεωρώ σίγουρο (χωρίς να μπορώ να το τεκμηριώσω) ότι έφυγαν φαξ από την Χαριλάου Τρικούπη προς δημοσιογράφους, όπως επίσης θεωρώ σίγουρο (χωρίς να μπορώ να το τεκμηριώσω) ότι έφυγαν φαξ κι από τη Ρηγίλλης.
Τα φαξ απεστάλησαν κι ελήφθησαν, αλλά τα δεοντολογικά προβλήματα ξεκινούν μετά. Πως χρησιμοποιήθηκαν και γιατί χρησιμοποιήθηκαν όπως χρησιμοποιήθηκαν. Αν χρησιμοποιήθηκαν επειδή υπάρχει οικονομική συναλλαγή (άμεση ή έμμεση) τότε είναι βαρύτατο αμάρτημα και η ΕΣΗΕΑ οφείλει σε συνεργασία με τον κ. Τζαννετάκο να θέσει τον δάκτυλον επί των τύπων των ύλων. Αν επίσης χρησιμοποιήθηκαν ψευδή στοιχεία για να χτυπήσουν κάτω από τη μέση τον κ. Τζαννετάκο, τότε οφείλει επίσης η ΕΣΗΕΑ να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως του θέματος.
Αν όμως τα στοιχεία είναι αληθή και δεν υπάρχει οικονομική συναλλαγή τότε το θέμα δεν είναι δεοντολογικό, αλλά ποιότητας της δημοσιογραφίας.
Ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι όλοι θα επικέντρωναν την προσοχή τους στις αιχμηρές θέσεις που πήρε ο κ. Τζαννετάκος σε πλείστες όσες περιπτώσεις. Ήταν ακόμη πιο σίγουρο ότι οι θέσεις του για την αναγραφή του θρησκεύματος θα γινόταν μέγιστο θέμα. Κακώς -κατά την ταπεινή μου άποψη- αλλά όλο το πολιτικο-δημοσιογραφικό σύστημα αρκείται στις επιφανειακές αναγνώσεις της πολιτικής συγκυρίας. Δεν χρειαζόταν ο κ. Λαλιώτης για να διαμορφωθεί η ατζέντα της συζήτησης πέραν των θεμάτων της υπερνομαρχίας. Όλο το σύστημα εκεί θα προσανατόλιζε το θέμα, και το ΠΑΣΟΚ δεν είχε παρά να δρέψει τους καρπούς ενός αβαθούς επικοινωνιακού τοπίου, θύμα του οποίου εξάλλου έχει πέσει πολλές φορές και το ίδιο το ΠΑΣΟΚ.
Ο δημόσιος διάλογος πάσχει κι αυτό το ξέρει καλά ο κ. Τζαννετάκος. Έχει αρθρογραφήσει πλειστάκις επί του θέματος. Είναι όμως διαφορετικό πράγμα η νόσος της «άλλα αντ’ άλλων συζήτησης» που γίνεται για πολλά θέματα -και φυσικά έγινε και για την υπερνομαρχία- κι άλλο η νοσηρότητα οικονομικών συναλλαγών και διατεταγμένης υπηρεσίας δημοσιογράφων. Το πρώτο είναι εκτίμηση θεμιτή (και κοινή σε πολλούς) Τα τελευταία είναι σοβαρότατες κατηγορίες που πρέπει να πάνε με στοιχεία στο πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ κι όχι να γίνονται γενικές κατηγορίες του αέρα…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 24.10.2002