Η αχίλλειος πτέρνα του ΠΑΣΟΚ, είναι η πραγματική ή φανταστική πολιτική ικανότητά του. Όλοι συγχωρούν τα πάντα στη ΝΔ -«τόσο μπορεί, τόσο κάνει»- και περιμένουν τα πάντα από το ΠΑΣΟΚ.
Σε ένα από τα θαυμάσια σκίτσα του ο Ανδρέα Πετρουλάκης εμφανίζει ένα στέλεχος του ΠΑΣΟΚ να ανακοινώνει στον κ. Γιώργο Παπανδρέου ότι «εκτός από τα σκάνδαλα στο υπουργείο Πολιτισμού, βγήκαν και σκάνδαλα στο ΣΔΟΕ». «Πω-πω», αναφωνεί ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ κοιτάζοντας τα χαρτιά των δημοσκοπήσεων. «Θα πέσουμε κι άλλο!» («Καθημερινή» 16.1.2008). Πριν αλέκτωρ φωνήσαι τρις, δηλαδή μετά από δύο μέρες, η δημοσκόπηση της «Public Issue» δικαίωσε το σκίτσο. Μεσούντος του σκανδάλου Ζαχόπουλου ο κ. Καραμανλής έχασε (την περίοδο Δεκέμβριος 2007 και Ιανουάριος 2008) μια μονάδα στην μέτρηση για την καταλληλότητα ως πρωθυπουργός και ο κ. Παπανδρέου δύο! Σε δημοφιλία ο πρωθυπουργός που διόρισε τον κ. Ζαχόπουλο έχασε δύο μονάδες, ενώ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που κατήγγειλε τον διορισμό, έχασε οκτώ! («Καθημερινή 19.1.2008).
Το παράδοξο αυτό πρέπει να έχει κάποια εξήγηση κι αυτή δεν είναι η αποκαλούμενη «κρίση του δικομματισμού», με την έννοια ότι όρος «κρίση του δικομματισμού» περιγράφει το φαινόμενο δεν το εξηγεί. Η κρίση του δικομματισμού είναι υπαρκτή, επειδή ο ελληνικός δικομματισμός υπήρξε κρατικοδίαιτος. Τα μεγάλα κόμματα, παρά το γεγονός ότι είναι συνασπισμοί στελεχών με ετερόκλητες απόψεις, παραμένουν ενιαία διότι υπάρχει η πελατειακή διαχείριση του κράτους, ή η ελπίδα γι’ αυτή. Τώρα που η κρατική παρέμβαση για ποικίλους λόγους γίνεται όλο και πιο αναποτελεσματική τα δύο μεγάλα κόμματα τιμωρούνται από τους ψηφοφόρους των. Αυτό όμως δεν εξηγεί γιατί 91% των ψηφοφόρων είναι δυσαρεστημένοι από το ΠΑΣΟΚ και μόνο 79% από τη ΝΔ. Στο κάτω-κάτω της γραφής οι πράξεις ή παραλείψεις της κυβέρνησης έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στη ζωή μας, ενώ τα ελλείμματα του ΠΑΣΟΚ εμμέσως μόνο μας αφορούν.
Το ερώτημα λοιπόν είναι γιατί η κρίση του δικομματισμού πλήττει περισσότερο το ΠΑΣΟΚ και λιγότερο τη ΝΔ; Μία εξήγηση που προτάθηκε είναι το ηγετικό έλλειμμα του κ. Παπανδρέου. Αυτό μπορεί να είναι υπαρκτό αλλά πως τεκμηριώνεται; Υπάρχει μια ξεχασμένη ιστορία που πρέπει να προσέξουμε: όταν ο κ. Καραμανλής έγινε αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας έδιωξε από το κόμμα πέντε κορυφαία στελέχη, μεταξύ των οποίων και τον αντίπαλό του για την ηγεσία κ. Γιώργο Σουφλιά. Αυτό ερμηνεύτηκε ως ηγετικό προσόν. Ο αποκλεισμός στελεχών του κ. Βενιζέλου από τα ήσσονος σημασίας όργανα για την διοργάνωση του συνεδρίου, ερμηνεύτηκε ως «βαθιά αντιδημοκρατική συμπεριφορά». Μην παρεξηγηθούμε: και τα δύο, αντιδημοκρατικά μέτρα ήταν. Απλώς η αντιδημοκρατικότητα για τον κ. Καραμανλή λογίστηκε στα θετικά, ενώ για τον κ. Παπανδρέου στα αρνητικά.
Μπορεί ίσως το ηγετικό έλλειμμα να τεκμηριωθεί με τον λόγο του κ. Παπανδρέου που δεν είναι σαφής ή με τις επιλογές προσώπων που δεν ήταν πάντα οι καλύτερες. Αλλά πάλι και ο λόγος του κ. Καραμανλή παρά τους θεατρινισμούς των χειρονομιών δεν είναι τίποτε ιδιαίτερο. Παραμένει ένα συμπίλημα ηθικολογίας και ανερμάτιστης υποσχεσιολογίας. Όσο για τα πρόσωπα, εντάξει! Υπήρξε ατυχής η επιλογή της κ. Φώφης Γεννηματά για το ψηφοδέλτιο επικρατείας, αλλά η επιλογή του κ. Έβερτ για την ίδια θέση ήταν καλύτερη; Γιατί ξεχάσαμε τον δεύτερο και μας ενοχλεί πάντα η πρώτη; Έτσι κι αλλιώς ο μεν κ. Παπανδρέου επιχείρησε ανανέωση του πολιτικού δυναμικού έχοντας σε κάποιες περιπτώσεις επιτυχή και σε άλλες ανεπιτυχή αποτελέσματα, ο κ. Καραμανλής έπαιξε στα σίγουρα παρά το παλλαϊκό αίτημα της ανανέωσης.
Η αλήθεια είναι ότι ο κ. Παπανδρέου είναι πλήρως απαξιωμένος στα μάτια της κοινής γνώμης. Δεν απαξιώθηκε από τους αντιπάλους του, αλλά από τους συντρόφους του και τα φίλια του ΠΑΣΟΚ Μέσα. Όταν υψώνει τους τόνους κατηγορείται για λαϊκισμό. Όταν τους χαμηλώνει για απουσία αντιπολίτευσης. Όσο δεν κατέθετε πρόγραμμα διακυβέρνησης «το ΠΑΣΟΚ δεν είχε θέσεις». Όταν το κατέθεσε πήγε αδιάβαστο («τα κείμενα δεν κερδίζουν εκλογές» είπε ο κ. Βενιζέλος). Όταν κάνει σημαία το σκάνδαλο των ομολόγων κάνει μονοθεματική αντιπολίτευση. Σήμερα που επιμένει σε θεσμικά μέτρα κατά της διαφθοράς κατηγορείται ότι δεν αρπάζει την ευκαιρία να αντεπιτεθεί. Αν πήγαινε την περασμένη Παρασκευή στη Βουλή θα νομιμοποιούσε το παιγνίδι του πρωθυπουργού που απαντούσε στον κ. Αλαβάνο, για την υπόθεση Ζαχόπουλου. Δεν πήγε οπότε «απουσίασε από την μάχη».
Αυτό δεν έχει να κάνει με μια περίτεχνη συνωμοσία των ΜΜΕ και των δελφίνων του ΠΑΣΟΚ, παρά το γεγονός ότι πολλοί την υποδαυλίζουν την κατάσταση περιμένοντας να καρπωθούν οφέλη από αυτή. Περισσότερο έχει να κάνει με τη νάρκη της «δεξιάς παρένθεσης», την οποία πάτησε. Το ΠΑΣΟΚ μπορεί να συγχώρεσε τον κ. Παπανδρέου ότι δεν κέρδισε τις εκλογές του 2004, αλλά δεν μπορεί να τον συγχωρήσει ότι δεν έριξε την ΝΔ το 2005. Ας μην ξεχνάμε ότι από τότε ξεκίνησαν οι ψίθυροι ότι η ΝΔ πέφτει και δεν απαιτείται παρά ένα μικρό σπρωξιματάκι «ίνα να πληρωθούν οι γραφές». Το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις στο μέσον της πρώτης τετραετίας δεν επιβεβαίωναν την προφητεία οδήγησε στην αμφισβήτησή του και τελικά στην απαξίωσή του. Αφού θεωρήθηκε ανίκανος να γκρεμίσει μια -κατά τα ειωθότα- ετοιμόρροπη κυβέρνηση, θεωρείται λειψός για όλα. Η πρώτη απαξίωση λειτουργεί σαν χιονοστιβάδα. Διογκώνεται με κάθε γύρισμα -με κάθε πράξη- για να συμπαρασύρει τελικά τα πάντα, ακόμη και το κόμμα του.
Με άλλα λόγια ο κ. Παπανδρέου, μαζί με τις υπαρκτές υποκειμενικές αδυναμίες του, φορτώθηκε και τις αντικειμενικές αδυναμίες ενός συστήματος που καλώς ή κακώς λειτουργεί με οκταετή κύκλο. Αυτό το γλίτωσε ο κ. Καραμανλής. Ας μην ξεχνάμε ότι η ΝΔ, υπό την ηγεσία του νυν πρωθυπουργού οδηγήθηκε το 2000 στην τρίτη κατά σειρά ήττα, πράγμα πρωτοφανές για τα ελληνικά πολιτικά χρονικά. Κι όμως: ουδείς αμφισβήτησε τον κ. Καραμανλή, όχι μόνο γιατί η διαφορά με το ΠΑΣΟΚ ήταν μικρή, αλλά και γιατί οι προσδοκίες για τη νίκη δεν ήταν τόσο υψηλές. Ακόμη και στη ΝΔ είχε εμπεδωθεί η άποψη ότι το ΠΑΣΟΚ κάποιο άσο θα βγάλει την τελευταία στιγμή για να συνεχίσει να κυβερνά και η ΝΔ θα κάνει ότι καλύτερο μπορεί.
Η αχίλλειος πτέρνα του ΠΑΣΟΚ, είναι η πραγματική ή φανταστική πολιτική ικανότητά του. Όλοι συγχωρούν τα πάντα στη ΝΔ -«τόσο μπορεί, τόσο κάνει»- και περιμένουν τα πάντα από το ΠΑΣΟΚ. Ακόμη και να κυβερνήσει η ΝΔ: «Αν υπήρχε μια πιο ικανή και προπαντός υπεύθυνη αντιπολίτευση», έγραψε ο κ. Νίκος Νικολάου, «που θα άρθρωνε έναν εποικοδομητικό λόγο με προτάσεις, τότε και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα αναγκαζόταν να δουλέψει πιο σκληρά, να παράξει περισσότερο και καλύτερο έργο. Η απουσία σοβαρού αντιπάλου, δηλαδή, βύθισε την κυβέρνηση σε απραξία σε πολλούς τομείς…» («Καθημερινή» 22.9.2007) Αυτό δεν είναι ευφυολόγημα, είναι εμπεδωμένη πεποίθηση, κυρίως μέσα στο ΠΑΣΟΚ. Ας μην ξεχνάμε ότι από την επόμενη της ήττας του το ΠΑΣΟΚ δεν αντιπολιτευόταν, απλώς προετοιμαζόταν για να κυβερνήσει. Τα στελέχη του δεν ήταν βουλευτές αντιπολίτευσης, φερόταν σαν υπουργοί εν αναμονή. Οι θεωρητικές συζητήσεις δεν άγγιζαν την πολιτική της ΝΔ, μονίμως κι αποκλειστικώς ασχολούνται με την φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ. Εξ ου και όλη η φιλολογία για τις θέσεις που πρέπει να έχει το ΠΑΣΟΚ, αλλά ουδείς ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το γεγονός ότι η ΝΔ εκλέχτηκε το 2007 μην έχοντας καν ένα τυπωμένο πρόσχημα προγράμματος. Το ΠΑΣΟΚ έπρεπε να είναι όλα μαζί: και να αντιπολιτεύεται την κυβέρνηση και να κυβερνά δια της (αξιόπιστης- εποικοδομητικής) αντιπολίτευσης. Αν έκανε περισσότερο το πρώτο κατηγορείτο για λαϊκισμό Αν έκανε περισσότερο το δεύτερο «απουσίαζε από τη μάχη».
Αν σ’ αυτή την πολιτική υπεροψία συνολικά του χώρου, προστεθεί κι ένας υπερβολικός εγωκεντρισμός των στελεχών (εκατό πρώην υπουργούς και δέκα πρωθυπουργήσιμους έχει το ΠΑΣΟΚ) τότε το αποτέλεσμα είναι χαοτικό. Αρκούν και χοντροκομμένες σπιουνιές από τους αντιπάλους, για να δημιουργούνται διαρκώς νέοι κύκλοι εσωστρέφειας.
Όλα τα παραπάνω βέβαια δεν θέλουν επ’ ουδενί να αθωώσουν τις ατυχείς πολιτικές μεταστροφές του κ. Γ. Παπανδρέου και τις δυστυχείς επιλογές κάποιων προσώπων. Απλώς -με δεδομένο ότι και ο κ. Καραμανλής δεν έκανε τις πλέον επιτυχημένες επιλογές προσώπων, ενώ ο πολιτικός του λόγος μόνο από ιδεολογική καθαρότητα και πολιτικό βάθος δεν διακρίνεται- επιχειρεί να εξηγήσει γιατί ο δικομματισμός δεν καταστρέφεται με λογικό τρόπο, να χάνουν δηλαδή τα δύο κόμματα αναλογικά.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Athens Voice» στις 24.1.2008