Ενα από τα παράδοξα της ελληνικής δημοκρατίας είναι ότι διαρκώς θεσμοθετεί κίνητρα διαλόγου και κατόπιν αμφισβητεί τα αποτελέσματα του διαλόγου.
Ενα από τα παράδοξα της ελληνικής δημοκρατίας είναι ότι διαρκώς θεσμοθετεί κίνητρα διαλόγου και κατόπιν αμφισβητεί τα αποτελέσματα του διαλόγου. Μια κλασική περίπτωση αυτής της αντίφασης είναι ο προϋπολογισμός. Για όσους δεν θυμούνται, ο προϋπολογισμός είναι ένας νόμος του κράτους. Κατατίθεται στη Βουλή για να συζητηθεί και να τροποποιηθεί. Αν ο προϋπολογισμός ήταν θέσφατο δεν θα πήγαινε στην Βουλή, θα μας τον έφερναν σε πλάκες από το όρος Σινά. Επίσης, για όσους δεν θυμούνται η Βουλή γι’ αυτό εφευρέθηκε. Να συζητά και να αλλάζει τις προτάσεις νόμων που καταθέτει η κυβέρνηση ή και τα κόμματα. Η πεμπτουσία της δημοκρατίας είναι ο διάλογος
Στην Ελλάδα αυτή η βασική δημοκρατική λειτουργία δεν δουλεύει. Οι βουλευτές καλούνται ως ημίονοι να ακολουθούν την πεπατημένη. Οι της πλειοψηφίας υπερψηφίζουν και της αντιπολίτευσης καταψηφίζουν. Οποιαδήποτε παρέκκλιση θεωρείται μέγιστο πολιτικό αμάρτημα, τέτοιο που αξίζει ομηρικούς διαλόγους στα τηλεπαράθυρα και σχοινοτενείς αναλύσεις στις εφημερίδες. Και επειδή οι κυβερνήσεις δεν αντέχουν όλο αυτόν τον δημοσιογραφικό θόρυβο περί «εσωτερικής αμφισβήτησης», περί «βολών», «αιχμών» και άλλων δαιμονίων, εφευρέθηκε ένα ακόμη στάδιο διαλόγου. Στη Βουλή κατατίθεται ένα προσχέδιο προϋπολογισμού με το οποίο κάθε κυβέρνηση μετράει αντιδράσεις και τροποποιεί αναλόγως το προσχέδιο, για να πέσει στο μέγιστο -κατά τα τηλεπαραθύρια- αμάρτημα της τροποποίησης του σχεδίου νόμου του προϋπολογισμού.
Ομως, στην Ελλάδα της στερεότυπης συζήτησης ούτε αυτό δουλεύει. Αντί να γίνει το προσχέδιο του προϋπολογισμού αφορμή για μια ενδελεχή συζήτηση, να αλλάξει και να ξαναλλάξει, να μετρηθούν οι αντιδράσεις, να πεισθούν κάποιοι ή να πείσουν για την αναγκαιότητα κάποιων μέτρων, έγινε και το προσχέδιο του προϋπολογισμού κάτι σαν τις πλάκες του όρους Σινά. Οποιαδήποτε αλλαγή θεωρείται μέγιστο πολιτικό αμάρτημα και ευκαιρία για δημοσιογραφικό θόρυβο.
Βέβαια, το έλλειμμα του διαλόγου δεν αφορά μόνο το δημοσιογραφικό στερέωμα. Δυστυχώς ούτε στη Βουλή γίνεται σε βάθος συζήτηση και τα κονδύλια του προϋπολογισμού αλλάζουν έπειτα από τεκμηριωμένες προτάσεις. Η κουβέντα περισσότερο αφορά τις εντυπώσεις που δημιουργούν οι ομιλούντες από το βήμα της Βουλής, παρά την ουσία, η οποία αναγκαστικά πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν εκτός από τα έξοδα και τα έσοδα ενός κράτους. Στη Βουλή περισσότερο γίνονται ασκήσεις ψυχοπονιάρας πολιτικής με δόσεις εθνικής υπερηφάνειας – «ποιος είναι ρε ο Αλμούνια και ο Τρισέ, που θα μας πουν εμάς τι να κάνουμε;» – παρά λογαριασμοί που κάθε βουλευτής κάνει στο σπίτι του: «τόσα θα βγάλω φέτος, τόσα θα δώσω για τα έξοδα κι αν μου μείνουν λεφτά θα αλλάξω και τ’ αμάξι». Ετσι, στις αριστερές πομφόλυγες «να πληρώσουν οι έχοντες την κρίση» (χωρίς να διευκρινίζουν ποιους ακριβώς εννοούν) προστίθενται και οι ΠΑΣΟΚικές, όπως του κ. Παπουτσή, που μας είπε ότι το ΠΑΣΟΚ εκλέχτηκε «για να δώσει», και όχι «για να πάρει». Φυσικά, δεν αμφισβητούμε τις καλές προθέσεις όλων των Καλών Σαμαρειτών της Βουλής, αλλά όπως είχε πει και η Μάργκαρετ Θάτσερ ο αυθεντικός καλός Σαμαρείτης «δεν είχε μόνο καλές προθέσεις. Είχε και λεφτά». Ετσι, αν η κυβέρνηση δεν περιορίσει τα έξοδα και στους μισθούς του Δημοσίου, δεν μπορεί να δώσει ούτε για την παιδεία (που πρέπει) ούτε για την υγεία (που χρειάζεται) ούτε για δημόσιες επενδύσεις (που απαιτούνται για να ξεκολλήσει η οικονομία). Οι βουλευτές κάνουν τους λογαριασμούς τους περίεργα: κοιτούν μόνο το σκέλος του παθητικού, δηλαδή των δαπανών. Με το σκέλος του ενεργητικού σπανίως ασχολούνται.
Πρέπει να καταλάβουμε κάτι. Οι προϋπολογισμοί κατατίθενται στη Βουλή για να αλλάζουν. Τα προσχέδιά τους κατατίθενται επίσης για τον ίδιο λόγο. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι οι αλλαγές καθαυτές, αλλά το γεγονός ότι γίνονται στον αέρα χωρίς να υπολογίζονται ούτε τα έσοδα ούτε και οι κοινωνικές αντιδράσεις. Ετσι, φτιάχνουμε καρικατούρες προϋπολογισμών οι οποίοι κρατούν τα προσχήματα κατά την ψήφισή τους και αλλάζουν μετά, κατά την εκτέλεσή τους, όταν δηλαδή γίνουν νόμος του κράτους. Ετσι όμως ούτε η νομιμότητα υπηρετείται ούτε οικονομική πολιτική θα αποκτήσουμε ποτέ.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 29.11.2009