Οι κυβερνήσεις δεν καταψηφίζονται για θεωρητικούς ή συγγραφικούς λόγους. Καταψηφίζονται για πολύ πιο πεζούς, όπως είναι η καθημερινότητα.
Γράφαμε προ ημερών ότι το «σκάνδαλο των ομολόγων» μπορεί να αποτελέσει μιας πρώτης τάξεως πρόσχημα για κάποιους να καταψηφίσουν την κυβέρνηση. Το ίδιο και πολλαπλώς ισχύει και για την περίπτωση του βιβλίου της Ιστορίας της ΣΤ’ δημοτικού. Εχουν άδικο να ανησυχούν για τον «συνωστισμό» στο κυβερνητικό στρατόπεδο.
Οι κυβερνήσεις δεν καταψηφίζονται για θεωρητικούς ή συγγραφικούς λόγους. Καταψηφίζονται για πολύ πιο πεζούς ή όπως θα έλεγε κι ένας σύμβουλος του Κλίντον: «Είναι η οικονομία, η καθημερινότητα και άλλα πολλά, ανόητε».
Η πρόσφατη ιστορία επιβεβαιώνει τα παραπάνω. Αν οι κυβερνήσεις καταψηφιζόταν για τέτοιου τύπου θέματα, το ΠΑΣΟΚ του 2000 δεν θα έπρεπε να βρει ούτε την ψήφο του κ. Σημίτη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η κυβέρνηση της τετραετίας 1996-2000 κατηγορήθηκε ότι έδωσε τα Ιμια και τον Οτσαλάν στους Τούρκους, την εθνική κυριαρχία στους Αμερικανούς, τη Μακεδονία στους «Φυρομιανούς». Υπήρξαν και οι κατηγορίες, ότι «πούλησε την Κύπρο στο Ελσίνκι» κι έστρωσε το χαλί της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Κι όμως! Οι προσδοκίες για τον εκσυγχρονισμό της χώρας και τη βελτίωση της οικονομικής θέσης των πολιτών έδωσαν τη νίκη στις εκλογές. Αντιθέτως, παρά την εθνική επιτυχία της κυπριακής ένταξης στην Ε.Ε., το ΠΑΣΟΚ του 2004 έχασε με τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες.
Αυτό δεν σημαίνει ότι τα εθνικά θέματα ή άλλα που αγγίζουν το θυμικό των πολιτών δεν παίζουν ρόλο στις εκλογές. Επαιζαν σημαντικότερο στο παρελθόν κι εξακολουθούν να επηρεάζουν μια μερίδα του πληθυσμού. Δεν κρίνουν όμως εκλογές. Οι περισσότεροι Ελληνες νιώθουν ανασφάλεια κυρίως για την οικονομία και την προσωπική τους κατάσταση.
Υπάρχει μια μεγάλη μερίδα πληθυσμού που δυσανασχετεί με τη σημερινή πραγματικότητα. Κάποιοι διότι βλέπουν την κατάστασή τους να επιδεινώνεται. Είναι οι απολυμένοι των περιοχών που υπάρχει αποβιομηχάνιση – κυρίως στην Κεντρική Μακεδονία. Κάποιοι διότι η κατάστασή τους επιδεινώνεται σχετικά: είναι οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα. Ακόμη και σε εκείνη τη μερίδα του πληθυσμού που δεν πιέζεται οικονομικά, κάποιοι θα καταψηφίσουν την κυβέρνηση, διότι κάποιες προσδοκίες τους δεν επαληθεύτηκαν.
Το χειρότερο από τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων -και για την κυβέρνηση, αλλά και για το πολιτικό σύστημα συνολικά- είναι η διάχυτη απαισιοδοξία που εκφράζουν οι πολίτες. Οι απαντήσεις που δόθηκαν στο τελευταίο Ευρωβαρόμετρο είναι χαρακτηριστικές: μόνο το 18% του πληθυσμού πιστεύει ότι η οικονομία είναι σε καλή ή σχετικά καλή κατάσταση. Οι Ελληνες αρχίζουν να πιστεύουν ότι τίποτε δεν γίνεται. Aυτό είναι κακό για την κυβέρνηση. Νιώθουν επίσης ότι τίποτε δεν πρόκειται να γίνει. Αυτό είναι κακό για όλο το πολιτικό σύστημα.
Το πρόβλημα λοιπόν που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση δεν είναι ο θρυλούμενος «συνωστισμός στο λιμάνι της Σμύρνης», αλλά ο συνωστισμός δυσαρεσκειών για διάφορα θέματα. Από μικροπολιτικές προσδοκίες για διορισμούς κι άλλες απολαβές που κακώς δημιουργήθηκαν σ’ ένα κομμάτι της βάσης της μέχρι και τις προσδοκίες για μεγάλες παρεμβάσεις, όπως είναι η επανίδρυση του κράτους, η βελτίωση της καθημερινότητας, οι δομικές μεταρρυθμίσεις οικονομίας κ.λπ. Οσο κι αν φαίνεται περίεργο, από τα τελευταία θα κριθεί η κυβέρνηση. Μπορεί να μην έχουν άμεσο εκλογικό αντίκτυπο, αλλά τα αποτελέσματα των δομικών αλλαγών γίνονται εμφανή με χρονική υστέρηση στην καθημερινότητα των πολιτών. Από την άλλη πλευρά λίγοι καταλαβαίνουν τις μεταρρυθμίσεις στο σύνολό τους, αλλά πολλοί νιώθουν την απουσία τους. Στην επαφή τους με το Δημόσιο. Στις ουρές που είναι αναγκασμένοι να περιμένουν. Στα χρήματα που δεν υπάρχουν για να υπηρετηθούν ζωτικές ανάγκες. Σ’ αυτό που λέμε καθημερινότητα…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 22.6.2007