Ο μυστικός πόλεμος των εξουσιών και ο κ. Γιώργος Κύρτσος…
Το βιβλίο του κ. Γιώργου Κύρτσου «Μυστικός πόλεμος των εξουσιών» (εκδόσεις Καστανιώτη) χαρακτηρίστηκε εύστοχα από τον αρθρογράφο του «Βήματος» κ. Δημήτρη Ψυχογιό ως «”εγχειρίδιο πολιτικής δημοσιογραφίας”, ή καλύτερα “εγχειρίδιο κυνικής δημοσιογραφίας”». Το βιβλίο είναι ωμά γραμμένο. Σα γροθιά στο στομάχι. Εμπεριέχει λίγη πολιτική κριτική και πολύ κριτική για τη διαχείριση της πολιτικής. Εμπεριέχει λίγη δημοσιογραφία και πολλά μαθήματα πολιτικής διαχείρισης της δημοσιογραφίας.
Ο κ. Κύρτσος, παλιό στέλεχος της ΚΝΕ (πράγμα που ποτέ δεν έκρυψε) έχει δύο σπάνια χαρίσματα για τον δημοσιογραφικό χώρο. Το ένα είναι η βαθιά αναλυτική του σκέψη απότοκος των σπουδών του, αλλά και της μαρξιστικής παιδείας του. Το δεύτερο είναι η βαθιά γνώση των κανόνων του πολιτικού παρασκηνίου – απότοκος προφανώς της λενινιστικής του παιδείας. Η Αριστερά, από την οποία πέρασε ο κ. Κύρτσος υπήρξε ένα μεγάλο πολιτικό σχολειό. Το ΚΚΕ, στο οποίο ανδρώθηκε, υπήρξε πανεπιστήμιο στη διαχείριση του παρασκηνίου. Ο κ. Κύρτσος μπορεί να «ξαναγύρισε στην (κοινωνική) τάξη του», όπως ο ίδιος γράφει αλλά: «το πέρασμα από το ΚΚΕ μου άφησε ορισμένα χαρακτηριστικά που με βοηθούν ακόμη και σήμερα σε κάθε προσπάθεια.»
Πραγματικά, στο δύσκολο τοπίο μιας εφημερίδας η τύχη της οποίας κρινόταν από 19 συν 5 άτομα (τα δύο Διοικητικά Συμβούλια) ο κ. Κύρτσος μεγαλούργησε. Κέρδισε όλες τις μάχες του παρασκηνίου που περιγράφει στο βιβλίο του. Έχασε όμως τον δημοσιογραφικό πόλεμο. Παρ’ όλο που είχε την απαιτούμενη Παιδεία, δεν έφτιαξε μια εφημερίδα πραγματική ναυαρχίδα του χώρου, μέσα από την οποία θα γινόταν η ιδεολογική ζύμωση (που τόσο έχει ανάγκη η κεντροδεξιά παράταξη), απ’ όπου θα έβγαιναν θέσεις και προτάσεις. Οι πολιτικές του παρεμβάσεις είχαν να κάνουν πολύ περισσότερο με το παιγνίδι της πολιτικής, παρά με την πολιτική καθαυτή. Τα ίδια κομουνιστογενή χαρακτηριστικά «που τον βοήθησαν σε κάθε προσπάθεια», έγιναν τροχοπέδη στην πραγματική ανανέωση του κεντροδεξιού τύπου. Ο κ. Κύρτσος, όπως φαίνεται και από το βιβλίο του, θεοποίησε την διαχείριση του πολιτικού παρασκηνίου για να πέσει τελικά θύμα του.
Από το βιβλίο του φαίνεται ξεκάθαρα ότι θεωρεί την αποτυχία του κεντροδεξιού Τύπου ως ένα διαχειριστικό ατύχημα της πολιτικής. Θεωρεί –και δικαίως– ότι τα στελέχη της κεντροδεξιάς προτιμούν τις κεντροαριστερές εφημερίδες για να «κάνουν το κομμάτι τους», ότι η διαπλοκή και μακρά παραμονή του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία έδωσε στον «απέναντι Τύπο» οικονομικά προνόμια που δεν είχε ο κεντροδεξιός, ότι οι δολοφονικές επιθέσεις της «17Ν» στέρησε κορυφαία στελέχη από τις Δεξιές εφημερίδες. Μόνο που και πάλι στην ανάλυσή του υπερτονίζεται η διαχείριση σε βάρος της ουσίας. Οι αδυναμίες του κεντροδεξιού Τύπου είναι ένας καθρέφτης της ιδεολογικής ένδειας της παράταξης. Οι εφημερίδες δεν διαμορφώνουν πολιτική, διαχειρίζονται την πολιτική καθημερινότητα -κάτι που έκανε με μεγάλη ένταση και εξαιρετική επιτυχία ο κ. Κύρτσος. Μόνο που όταν ο Τύπος γίνεται απλό διαχειριστικό εργαλείο πολιτικής παύει να είναι χρήσιμο στους αναγνώστες.
Να μην παρεξηγηθούμε: και ο κεντροαριστερός Τύπος έγινε εργαλείο σε πλείστα (και μεγαλύτερα ίσως) παιγνίδια και το πληρώνει κι αυτός. Μόνο που μέσω του κεντροαριστερού Τύπου έγιναν όλες οι μεγάλες συζητήσεις που τελικά παράγουν πολιτική. Ο κεντροδεξιός Τύπος (όπως και η κεντροδεξιά παράταξη) έγινε στην ουσία αντι-κεντροαριστερός. Σε πολλές περιπτώσεις υιοθέτησε ιδεολογικά τα πιο λαϊκιστικά χαρακτηριστικά της Αριστεράς (π.χ. χύδην αντιαμερικανισμός, ρόλος του κοινωνικού κράτους κ.λ.π.), ενώ σε πολλές άλλες αντιπολιτεύτηκε κατ’ εξοχήν Δεξιές θέσεις όπως είναι οι αποκρατικοποιήσεις.
Υπάρχει ένας μύθος που θέλει τους Δεξιούς να μην διαβάζουν ενώ τους Αριστερούς να είναι ο περιούσιος λαός της γνώσης. Όπως μας αποκαλύπτει όμως ο κ. Κύρτσος στο βιβλίο του 30-35% της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» είναι ψηφοφόροι της Ν.Δ. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι στραβός ο κεντροδεξιός γιαλός (όπως αφήνει να εννοηθεί ο κ. Κύρτσος), αλλά ότι μάλλον στραβά αρμενίζουν οι κεντροδεξιές εφημερίδες. Και ναι μεν τα ένθετα και τα δωράκια παίζουν ρόλο, αλλά μεγαλύτερο ρόλο παίζει το γεγονός ότι μπορεί κανείς να βρει πιο προχωρημένες δεξιές απόψεις στις κεντροαριστερές παρά στις κεντροδεξιές εφημερίδες. Όπως κυρίως παίζει ρόλο ότι «Δεξιές» κι «Αριστερές» απόψεις συγκρούονται στις σελίδες των κεντροαριστερών εφημερίδων, ενώ η κεντροδεξιά στο σύνολό της φέρεται σα να ντρέπεται για την κληρονομιά της (την οποία φυσικά λεηλατεί η κεντροαριστερά).
Υπάρχουν λοιπόν τρία είδη προβλημάτων στον κεντροδεξιό Τύπο. Το πρώτο είναι κοινό για κάθε εφημερίδα (κάθε πολιτικής τοποθέτησης και κάθε χώρας). Η αύξηση των πηγών πληροφόρησης δημιουργεί δομικά προβλήματα στον Τύπο. Οι εφημερίδες έχασαν την μονοκρατορία της ενημέρωσης και δεν έχουν βρει ακόμη συνεκτικό ρόλο. Το δεύτερο είδος προβλημάτων αφορά όλο τον ελληνικό Τύπο, αλλά πολύ περισσότερο τον κεντροδεξιό. Είναι ο κατακερματισμός: 22 (μόνο πολιτικές) καθημερινές εφημερίδες έχει η Αθήνα (Η Νέα Υόρκη έχει τρεις!). Αυτό έχει να κάνει ότι οι επιχειρηματίες του Τύπου έβλεπαν τις εφημερίδες περισσότερο ως εργαλεία επιδίωξης άλλων στόχων παρά ως προϊόντα. Το μοντέλο αυτό πνέει τα λοίσθια για πολλούς λόγους και κυρίως γιατί τελειώνει το μοντέλο του κρατικοδίαιτου καπιταλισμού. Το τρίτο και βασικότερο πρόβλημα που έχουν οι κεντροδεξιές εφημερίδες είναι η πολιτική ταυτότητά τους. Έχουν γίνει οι καλύτεροι φορείς του αριστερού λαϊκισμού. Η αντιπολίτευσή τους (όταν υπάρχει και δεν έχουν ως βασικό θέμα τα Ι.Χ., ακίνητα και προσλήψεις) έχει να κάνει μόνο με τις εκφάνσεις της πολιτικής. Ένα πρόσφατο παράδειγμα ήταν το μεγάλο θέμα της τρομοκρατίας. Η κεντροδεξιά και οι εφημερίδες της περιορίστηκαν στο αστυνομικό σκέλος της υπόθεσης. Ήταν μεν χρήσιμη η διερεύνηση του αν και κατά πόσον το επίσημο ΠΑΣΟΚ είχε σχέση, αλλά το μέγιστο θέμα για τις ευθύνες της Αριστεράς στη διόγκωση ή έστω στη μη καταστολή του φαινομένου, συζητήθηκε μόνο εντός της Αριστεράς κι από τις κεντροδεξιές εφημερίδες το ανέδειξε μόνο η «Απογευματινή».
Ο ελληνικός Τύπος -και ειδικά ο κεντροδεξιός- βρίσκεται σε μια δύσκολη καμπή. Η συζήτηση, μακριά και επίπονη, έχει ξεκινήσει και το «Μυστικός Πόλεμος των Εξουσιών» του κ. Γ. Κύρτσου συμβάλει σ’ αυτή. Κάποιοι (πιθανώς και ο ίδιος ο συγγραφέας) εντάσσουν το βιβλίο στο μυστικό πόλεμο των εξουσιών που πραγματικά μαίνεται αυτό τον καιρό, επειδή ακριβώς σβήνει το κρατικοδίαιτο μοντέλο που μοιράζει λεφτά κι εξουσία. Μια δεύτερη, πιο ψύχραιμη (ίσως και μετά από καιρό) ανάγνωση μπορεί να φωτίσει πολλά χαρακτηριστικά της κακοδαιμονίας του ελληνικού Τύπου, την οποία πολέμησε αλλά και σε κάποια ζητήματα ενίσχυσε και ο κ. Κύρτσος. Όλο το βιβλίο του εξάλλου είναι η ομολογία καταπάτησης μιας βασικής δεοντολογικής αρχής: δουλειά του δημοσιογράφου είναι να περιγράφει τον κόσμο, όχι να τον αλλάζει. Αλλά πάλι ο κ. Κύρτσος δεν είναι συμβατικός δημοσιογράφος. Ούτε καν συμβατικός πολιτικός…
Το ιδεολογικό έλλειμμα
Το 1952 που εκδόθηκε η εφημερίδα «Απογευματινή» υπήρξε μια αιρετική εφημερίδα. Όχι μόνο στην εμφάνιση και την τυπολογία των θεμάτων, αλλά και πολιτικά. Αν και σφοδρά αντικομουνιστική -με εκείνο τον ωμό αντικομουνισμό της μετεμφυλιακής περιόδου- δεν δίστασε να δημοσιεύσει συνέντευξη του εξόριστου σταλινικού γραμματέα του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη. Ο ρόλος του ΚΚΕ εκείνη την εποχή ήταν ένα καυτό πολιτικό θέμα, αλλά και η ρήξη κομουνισμού – ελευθέρου κόσμου ένα καυτό ιδεολογικό θέμα. Ο Δεξιός Τύπος της εποχής δεν έκλεισε τα μάτια στη μεγάλη συζήτηση. Δεν προσποιήθηκε πως δεν υπάρχει. Συμμετείχε, άλλοτε επιτυχώς, άλλοτε με λιγότερη επιτυχία. Αλλά και ο Δεξιός χώρος, ακόμη και στο δύσκολο μετεμφυλιακό τοπίο είχε τους στοχαστές του στη μεγάλη ιδεολογική σύγκρουση της εποχής.
Όσο περνούσαν τα χρόνια όμως η Δεξιά στρεφόταν όλο και περισσότερο στην διαχείριση του κράτους, μέσα από το οποίο παρήγαγε στελέχη και ανακύκλωνε την ιδεολογία της (βασικός κορμός της οποίας υπήρξε ο αντικομουνισμός) ενώ η Αριστερά αποκλεισμένη από τα βασικά κέντρα λήψης αποφάσεων και διωκόμενη άρχισε να κυριαρχεί στο ιδεολογικό τοπίο. Αυτή η κυριαρχία έγινε απόλυτη μετά την πτώση της δικτατορίας. Η Δεξιά δαιμονοποιήθηκε. Οι ευθύνες της για την ταραγμένη δεκαετία του 1960 (που ήταν πολλές) διογκώθηκαν, ενώ οι ευθύνες του Κέντρου (που επίσης ήταν πολλές) και της Αριστεράς (που ήταν λιγότερες λόγω της μικρής ανάμειξης στο πολιτικό γίγνεσθαι) ελαχιστοποιήθηκαν. Η δικτατορία εμφανίσθηκε ως ένα κεφάλαιο της σύγκρουσης Δεξιάς – Αριστεράς, και παρά το γεγονός ότι πολλοί αστοί δημοκράτες αντιστάθηκαν στο στρατοκρατικό καθεστώς (π.χ. οι μόνες εφημερίδες που έκλεισαν ως ένδειξη διαμαρτυρίας στην επιβολή της δικτατορίας ήταν οι δεξιές «Καθημερινή» και «Μεσημβρινή» της Ελένης Βλάχου) η αντίσταση στη δικτατορία θεωρήθηκε μια Αριστερή υπόθεση. Η έλευση της Δημοκρατίας αποτυπώθηκε στο συνειδητό των Ελλήνων ως «αλλαγή νατοϊκής φρουράς» και λίγο έλειψε να βρεθούμε εκτός ευρωπαϊκής Δύσης, αφού η ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς είχε εντάξει την ΕΟΚ στις ορντινάτσες των μονοπωλίων.
Το πρόβλημα είναι ότι η Δεξιά στη χώρα μετά την δεκαετία του ’60 δεν άρθρωσε ιδεολογικό λόγο. Είδε τον εαυτό της ως μια ομάδα διαχείρισης του κράτους με δανεικά συνθήματα από το πολύπλοκο ιδεολογικό οπλοστάσιο της Αριστεράς. Η Ελλάδα πρέπει να είναι κατ’ ουσία η μόνη δυτική χώρα που δεν έμαθε ότι το Τείχος του Βερολίνου έπεσε. Το 1989 (και λόγω της συγκυβέρνησης) η Δεξιά ντράπηκε να πει «Νενικήκαμεν». Χειρότερα: πολλοί Δεξιοί θεωρούν την κατάρρευση των δικτατορικών καθεστώτων του Ανατολικού Μπλοκ ως… ιστορικό ατύχημα.
Αυτή την ιδεολογική έρημο ο Τύπος της Δεξιάς την αποτύπωσε θαυμάσια. Έγινε κομμάτι της. Σε όλες οι μεγάλες συζητήσεις που έγιναν στον κόσμο για το μέλλον της Αριστεράς, για την αναγέννηση της Δεξιάς (με Ρέιγκαν και Θάτσερ στον αγγλοσαξωνικό κόσμο), για το διεθνές δίκαιο, για το περιβάλλον κ.λ.π. η Δεξιά και ο Κεντροδεξιός τύπος υπήρξε απών.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 10.5.2003