Μπορεί η ιδεολογική ποινικοποίηση του αντικομμουνισμού στην Ελλάδα να έχει γενέθλια αιτία τις διώξεις που υπέστησαν οι κομμουνιστές, δεν εξηγείται όμως εξ ολοκλήρου από αυτές.
Έχει δίκιο ο καλός συνάδελφος κ. Παναγιώτης Παπαναγιώτου να ισχυρίζεται ότι γενέθλια αιτία της ιδεολογικής ποινικοποίησης του αντικομμουνισμού ήταν οι διώξεις που υπέστησαν οι κομμουνιστές από το μετεμφυλιακό κράτος («Έθνος» 24.1.2005).
Οι μνήμες είναι υπαρκτές και οι διώξεις δεδομένες, αλλά το ζήτημα δεν είναι αυτό. Είναι αν και κατά πόσο θα τις επεξεργαστούμε περαιτέρω για να αποδώσουμε τα του Καίσαρα στον Καίσαρα και τα των διωχθέντων (ανεξαρτήτως ιδεολογικής απόχρωσης) στους διωχθέντες. Το γεγονός ότι οι κομμουνιστές διώχθηκαν στην Ελλάδα (και αλλού πιο σκληρά) δεν αθωώνει τις διώξεις που έκαναν οι κομμουνιστές στις χώρες όπου κυριάρχησαν αυτοί.
Το ερώτημα, λοιπόν, σήμερα δεν είναι αν και κατά πόσον θα καταδικάσουμε τις διώξεις που υπέστησαν οι κομμουνιστές στην Ελλάδα. Αυτές καταδικάστηκαν από όλες τις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις: Από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που νομιμοποίησε το ΚΚΕ μέχρι το σημερινό πρωθυπουργό με τις απανωτές επισκέψεις του στους τόπους εξορίας των κομμουνιστών. Έτσι έπρεπε. Οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να καταδικάζονται έστω εκ των υστέρων για να μην ξαναγίνουν. Αυτό όμως δεν είναι και το στοίχημα του μνημονίου Λίμπλαντ;
Μπορεί όμως η ιδεολογική ποινικοποίηση του αντικομμουνισμού να έχει γενέθλια αιτία τις διώξεις που υπέστησαν οι κομμουνιστές, δεν εξηγείται όμως εξ ολοκλήρου από αυτές. Κυρίως έχει να κάνει με την μακρά απουσία μιας φιλελεύθερης συνιστώσας στο ιδεολογικό πεδίο. Το είχαμε γράψει και παλιότερα: «Στην αγορά των ιδεών για ιστορικούς λόγους η σταλινική Aριστερά παίζει χωρίς αντίπαλο. H αστική παράταξη κέρδισε στρατιωτικά τον εμφύλιο και τον έχασε στο ιδεολογικό πεδίο. H Δεξιά μετά το 1950 ασχολήθηκε μόνο με τη νομή της εξουσίας και μόνη της ιδεολογία ήταν ένας στείρος και χωροφυλακίστικος αντικομμουνισμός. O φιλελευθερισμός (η παράδοση του Διαφωτισμού) θεωρήθηκε απειλή στο αυταρχικό κράτος από τη Δεξιά, χρησιμοποιήθηκε μόνο ως πολιτικό όπλο από την Aριστερά. Όπως ήταν φυσικό, ο στείρος και βασισμένος στον εμφύλιο αντικομουνισμός συνετρίβη, αλλά μαζί του ηττήθηκε και όλο το φτωχό ιδεολογικό υπόβαθρο της Δεξιάς. Έτσι φτάνουμε στο απελπιστικό (μετά το 1981) σημείο που ολόκληρη η ιδεολογία της Δεξιάς συμπυκνώνεται στο “γιούργια για την εξουσία”, ενώ η ιδεολογία της Aριστεράς κυριαρχείται από τη σταλινική παράδοση, χωρίς (δεν χρειάζεται πλέον) τη μουτσούνα του πολιτικού φιλελευθερισμού» («Απογευματινή» 11.9.2002).
Το πρόβλημα σήμερα στην Ελλάδα είναι πως ο πολιτικός φιλελευθερισμός δεν απέκτησε ποτέ ρίζες. Μετεμφυλιακά, χρησιμοποιήθηκε από την Αριστερά ως μέσο για να αποκρούσει τις διώξεις που υφίστατο και ποινικοποιήθηκε από τη Δεξιά διά της αλήστου μνήμης έννοιας των «συνοδοιπόρων». Ο πολιτικός φιλελευθερισμός στη χώρα θεωρείται στην καλύτερη περίπτωση ένα «δυτικό φρούτο» και στη χειρότερη περίπτωση απειλή, εξ ου και οι σφοδρές αντιδράσεις σε ζητήματα δικαιωμάτων των μειονοτήτων, στο χωρισμό κράτους-Εκκλησίας, αλλά και η ομόθυμη αντίδραση στο σύνολο του μνημονίου Λίμπλαντ.
Αν προσέξουμε, το μνημόνιο δεν καταδικάζεται στη βάση αληθειών ή ψευδών στοιχείων που εμπεριέχει, ούτε στη βάση αν πρέπει να στιγματιστούν ή όχι τα εγκλήματα του κομμουνισμού. Καταδικάζεται στη βάση της ιστορικής μνήμης, ή της κατά τον κ. Παπαναγιώτου «βιωμένης πολιτικής εμπειρίας», η οποία «καθιστά αναγκαστικό για το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της χώρας να είναι εναντίον του “μνημονίου Λίντμπλαντ”».
Όμως, η «βιωμένη πολιτική εμπειρία» δεν είναι το επιχείρημα για την περιστολή δικαιωμάτων των μειονοτήτων; Στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκαν οι μειονότητες για τη διάσπαση εθνικών κρατών. Η βιωμένη πολιτική εμπειρία δεν είναι το όπλο όσων επιχειρηματολογούν κατά του χωρισμού κράτους-Εκκλησίας; Στο παρελθόν υπήρξαν ιεράρχες που είχαν θετικό εθνικό ρόλο…
Το ζήτημα, λοιπόν, είναι αν τα ανθρώπινα δικαιώματα, που αποτελούν τη βάση του πολιτικού φιλελευθερισμού, θεωρηθούν θεμελιώδες αξίωμα της πολιτικής σκέψης και δράσης, ή αν θεωρούνται κατά περίπτωση μέσον για επίτευξη άλλων πολιτικών σκοπών.
Αν ισχύει το πρώτο, τότε η καταδίκη των εγκλημάτων του φασισμού, του κομμουνισμού, και άλλων «ισμών» δεν μπαίνει σε καντάρια προηγούμενης πολιτικής εμπειρίας, ούτε μελλοντικής πολιτικής χρήσης. Πρέπει να είναι ρητή…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 25.1.2006