Ας υποθέσουμε ότι κάνουμε ένα Σύνταγμα όπως το γουστάρουμε και νόμους όπως μας καπνίσει, χωρίς κανέναν Τσάρλι Μακ Κρίβι να μας ζαλίζει και να μας απειλεί. Είναι, άραγε, καλό για τη χώρα και το πολιτικοοικονομικό της σύστημα να υπάρχουν άρθρα του Συντάγματος όπως το 14 παρ. 9;
Είχε ένα κακό χούι η προηγούμενη κυβέρνηση. Οποτεδήποτε ήθελε να πάρει κάποιο σωστό αλλά με πολιτικό κόστος μέτρο έριχνε το φταίξιμο στην Ευρώπη: «Ξέρετε εμείς δεν θέλουμε να είμαστε κακοί νεοφιλελεύθεροι, αλλά τι να κάνουμε; Οι ευρωπαϊκές συνθήκες επιτάσσουν την (π.χ.) απελευθέρωση της αγοράς τηλεπικοινωνιών». Έτσι, με όχημα την Ευρωπαϊκή Ένωση, επιτεύχθηκε μερικός εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας, ο οποίος όμως ήταν και εξαιρετικά επιφανειακός. Η προηγούμενη κυβέρνηση δεν αποτόλμησε τη σύγκρουση με κατεστημένες αντιπαραγωγικές αντιλήψεις και δαπανηρές για το δημόσιο κορβανά πρακτικές. Τα φόρτωνε όλα στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα κανείς να μην καταλαβαίνει πόσο αναγκαίες ήταν (και παραμένουν) οι θεσμικές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία και οικονομία.
Αυτή η κοντόφθαλμη πρακτική μπορεί να βοηθούσε την κυβέρνηση να ξεπερνά τους σκοπέλους του βαθέος ΠΑΣΟΚ (το ΚΚΕ, έτσι κι αλλιώς, δεν επείσθη ούτε για την ανάγκη συμμετοχής στην Ε.Ε.), αλλά ανέβαλε διαρκώς μια αναγκαία ρήξη με παρωχημένες συλλογιστικές, τις οποίες μάλιστα όσο τις ξεπερνούσε, με το τέχνασμα «τι να κάνουμε εμείς; Η Ε.Ε. θέλει», τόσο τις έβρισκε μπροστά της. Αποτέλεσμα: Η καμπή του ασφαλιστικού και η άτακτη υποχώρηση που σήμανε την αρχή του τέλους της κυβέρνησης Σημίτη.
Κατά τον ίδιο τρόπο γίνεται στις μέρες μας μια λάθος συζήτηση σχετικά με τα νομοθετήματα περί βασικού μετόχου. Και είναι λάθος αυτή η λάθος αυτή συζήτηση, γιατί επικεντρώνεται στο Σύνταγμα και στο ερώτημα: Υπερέχει το Κοινοτικό Δίκαιο από τα εθνικά συντάγματα;
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι δεν ήμασταν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή χειρότερα ότι φεύγουμε, όπως αφρόνως ψιθυρίζουν διάφοροι εθνονταήδες. Ας υποθέσουμε ότι κάνουμε ένα Σύνταγμα όπως το γουστάρουμε και νόμους όπως μας καπνίσει, χωρίς κανέναν Τσάρλι Μακ Κρίβι να μας ζαλίζει και να μας απειλεί. Είναι, άραγε, καλό για τη χώρα και το πολιτικοοικονομικό της σύστημα να υπάρχουν άρθρα του Συντάγματος όπως το 14 παρ. 9;
Βοηθά τον τόπο να έχουμε νομοθεσίες σαν την προηγούμενη και τη νυν περί βασικών μετόχων;
Καταρχήν αυτό το νομικό πλαίσιο τιμωρεί λάθος ανθρώπους. Αν δίνονται δημόσιες συμβάσεις υπό το βάρος της πίεσης των ΜΜΕ, τότε υπεύθυνοι είναι οι πολιτικοί οι οποίοι έχουν ορκιστεί πίστη στο Σύνταγμα και να μη σπαταλούν τα χρήματά μας. Είναι κακό για τη Δημοκρατία να ασκούνται πιέσεις για αναλήψεις δημοσίων έργων, είναι χείριστο όμως να υποκύπτουν οι πολιτικοί σ’ αυτές. Η ιστορία αυτής της νομοθεσίας, λοιπόν, διαλαλεί στον ελληνικό λαό ένα πράγμα: Εχουμε τόσο ευεπίφορους σε πιέσεις πολιτικούς, ώστε νομοθετούν προληπτικά για να αποφύγουν τους πειρασμούς.
Μην ξεχνάμε ότι εκτός εκείνων που αμαρτάνουν επιχειρώντας στην Ελλάδα, τιμωρούνται και άπαντες οι συγγενείς τους μέχρι τρίτου βαθμού. Μέχρι σήμερα θεωρούνταν σ’ αυτή τη χώρα εγκληματίες μόνον οι επιχειρηματίες. Από τούδε και στο εξής θα υπάρχει και συλλογική ευθύνη.
Δεύτερον: Με αυτό το νομικό πλαίσιο απαγορεύουμε κατ’ ουσίαν τις επενδύσεις. Όπως ορθά τόνισε σε επιστολή της η εταιρεία Πληροφορικής ΙΒΜ, μεγάλες εταιρείες σαν κι αυτήν έχουν περί τα 2,5 εκατομμύρια μετόχους και αυτοί αλλάζουν καθημερινά. (Σ.Σ.: Πλάκα, πάντως, θα είχε να έστελνε το μετοχολόγιο μιας ημέρας η ΙΒΜ. Τι θα ήλεγχε τότε το ΕΣΡ ή έστω ο νέος φορέας που προτείνουν κάποιοι Αριστεροί να δημιουργηθεί; Θα ήλεγχαν και τους συγγενείς τρίτου βαθμού του Τζιμ Σμιθ από τη Νεμπράσκα για να πάρει χίλιους υπολογιστές το ΙΚΑ;)
Τρίτον: Και στο υπαρκτό θέμα της διαπλοκής, ο πολιτικός κόσμος λειτούργησε καταρχήν υπό καθεστώς πανικού και κατά δεύτερον χωρίς να εξετάσει εναλλακτικές λύσεις επέλεξε τον εύκολο δρόμο του περιορισμού κάποιας ελευθερίας – συγκεκριμένα της επιχειρηματικής, όσο κι αν ακούγεται παράδοξος ο όρος στην ελληνική γλώσσα. Δεν εξετάσθηκαν εναλλακτικές προσεγγίσεις του φαινομένου, δεν μετρήθηκαν οι επιπτώσεις στην οικονομία, δεν προϋπολογίστηκαν οι αντιδράσεις στην Ε.Ε. Η λογική ότι το κράτος όλα τα σφάζει όλα τα μαχαιρώνει κυριάρχησε χωρίς συζήτηση.
Η συζήτηση περί Συντάγματος και Κοινοτικού Δικαίου είναι η λάθος συζήτηση για το «βασικό μέτοχο». Το θέμα είναι ότι, όπως σε όλες τις περιπτώσεις, ακόμη κι αν δεν ήμασταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα έπρεπε να σκεφτόμασταν σαν να ήμασταν. Πόσω μάλλον τώρα που συμπληρώνουμε 25ετία ως μέλη της…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 4.4.2005