Για να ανορθωθεί η οικονομία χρειάζεται συνολική αναδιάρθρωση του ιδεολογικού ιστού που συντηρεί αυτό το αντιπαραγωγικό μοντέλο της οικονομίας.
Ήταν λάθος τελικά η απογραφή. Όχι γιατί έγινε, αλλά γιατί έγινε όπως έγινε. Όχι γιατί χρησιμοποιήθηκαν οι χ λογιστικοί κανόνες, αντί των ψ, αλλά γιατί τελικά δεν θα γίνει όχημα για την συνολική αλλαγή νοοτροπίας της χώρας σε σχέση με την οικονομία. Το μόνο που κατάλαβε από την απογραφή ο μέσος Έλληνας είναι πως οι προηγούμενοι με κάποια κόλπα έκρυβαν την πραγματική κατάσταση της οικονομίας. Αλλά για να πούμε την αλήθεια κανείς δεν πολυσκοτίζεται αν το έλλειμμα είναι 1,2% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος ή 6,5%. Η πραγματική οικονομία γι’ αυτόν βρίσκεται στην αγορά: πόσα αγόραζε με το εισόδημά του πριν ένα ή δύο χρόνια και πόσα αγοράζει σήμερα.
Η ελληνική οικονομία είχε και έχει πρόβλημα. Παραγωγικό. Τεράστιες κοινωνικές και ιδεολογικές αγκυλώσεις δένουν τα χέρια οποιουδήποτε θέλει να προκόψει σ’ αυτή τη χώρα. Η επιχειρηματική δραστηριότητα που παράγει πλούτο είναι εξ αρχής ποινικοποιημένη, ενώ η κρατική δραστηριότητα που παράγει ελλείμματα είναι εξ ορισμού νομιμοποιημένη. Ο μέσος Έλληνας πιστεύει ότι το κράτος είναι μια μηχανή παραγωγής χρήματος που αγοράζει ακριβά εξοπλιστικά συστήματα, επιδοτεί τα βαμβάκια, χρηματοδοτεί την ανεργία, και χιλιάδες υπαλλήλους. Αυτή η νοοτροπία αναγκαστικά οδηγεί στη συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης και στη διόγκωση του αντιπαραγωγικού δημόσιου τομέα. Όσες οικονομίες και να κάνει η κυβέρνηση στα κινητά τηλέφωνα, στις υπερωρίες και το ρεύμα το δημόσιο παραμένει ένας πίθος των Δαναΐδων που εκτός από χρήματα καταβροχθίζει φιλοδοξίες και παραγωγικούς ανθρώπους.
Το πρόβλημα είναι ότι για να ανορθωθεί η οικονομία χρειάζεται συνολική αναδιάρθρωση του ιδεολογικού ιστού που συντηρεί αυτό το αντιπαραγωγικό μοντέλο της οικονομίας. Χρειάζεται δηλαδή μια ιδεολογική απογραφή για να καταλάβει ο μέσος Έλληνας ότι η σώρευση ελλειμμάτων και χρεών δεν αποτελεί λύση στο οικονομικό του πρόβλημα. Είναι το οικονομικό του πρόβλημα. Κι αυτό δεν έγινε παράλληλα με την λογιστική απογραφή. Έτσι φαντάζει πως όλη η διαδικασία έγινε προς εκδίκηση των νυν προς τους προηγούμενους, ενώ μια πιθανή αποτυχία της Νέας Δημοκρατίας στην οικονομία θα φορτωθεί εξ ολοκλήρου στην απογραφή.
Το χειρότερο είναι πως το κοινωνικό σκηνικό αρχίζει να φέρνει στο παρελθόν. Οι αγρότες ετοιμάζονται να βγουν στους δρόμους ζητώντας επιδοτήσεις, οι συμβασιούχοι είναι ήδη στους δρόμους ζητώντας μονιμοποίηση, οι δημόσιοι υπάλληλοι θα ζητούν σε λίγο αυξήσεις και νέα επιδόματα,, οι μικρομεσαίοι θα ζητούν προστασία του κράτους από τον κινέζικο ή μη ανταγωνισμό, οι μεγάλες επιχειρήσεις κάτω από την απειλή της διαπλοκολογίας θα παγώσουν τις έστω ελάχιστες επενδύσεις που έκαναν ενώ η φοροείσπραξη δείχνει να αγγίζει τα μέγιστα.
Η οικονομία μοιάζει να μπαίνει σε ένα φαύλο κύκλο χαμηλών προσδοκιών που θα φέρει χαμηλά αποτελέσματα, τα οποία με τη σειρά τους θα φέρουν ακόμη πιο χαμηλές προσδοκίες κ.λ.π. Έφτασε η ώρα λοιπόν να πει η κυβέρνηση τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη. Το δημοσιονομικό πρόβλημα υπονομεύει το μέλλον της χώρας. Η λύση του είναι μακροπρόθεσμο στοίχημα και δεν διορθώνεται χαϊδεύοντας αυτιά, ούτε με ασπιρίνες. Χρειάζονται μέτρα πιο δραστικά, αλλά κυρίως αλλαγή νοοτροπίας. Αυτή είναι η επόμενη μάχη και πρέπει να δοθεί όσο είναι καιρός…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 9.1.2005