Η φιλοσοφία του Μπαράκ Ομπάμα για την πολιτική και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
«Για το ευρύ κοινό τουλάχιστον, είμαι εκείνος ο οποίος λένε τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ότι είμαι, λέω αυτό που λένε ότι λέω, γίνομαι αυτό που λένε ότι γίνομαι».
Ένα από τα αξιοπρόσεκτα κεφάλαια της πολιτικής σκέψης του νεοεκλεγέντα προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, είναι η εξαιρετική ανάλυση για τον ρόλο των media στην πολιτική, όπως καταγράφεται στο βιβλίο του «Τολμώ να ελπίζω». Η ανάλυσή του που είναι βασισμένη στις προσωπικές εμπειρίες, αλλά και στην θεωρητική του κατάρτιση, δείχνει αφενός την οξυδέρκειά του και εξηγεί την απόφασή του να προσπεράσει τον κορμό των παραδοσιακών Μέσων και να απευθυνθεί άμεσα δια του διαδικτύου, των εθελοντών της καμπάνιας και βιβλίων στους ψηφοφόρους.
Η ανάλυσή του δεν αφορά μόνο τα αμερικανικά ΜΜΕ, αλλά έχει καθολική εφαρμογή για όλο τον κόσμο και φυσικά την Ελλάδα. Όσοι, λοιπόν, αναρωτιούνται γιατί οι πολιτικοί, μιλούν στεγνά, δηλαδή σαν …πολιτικοί, δεν έχουν παρά να διαβάσουν την εμπειρία Ομπάμα. Τα ΜΜΕ γράφει, «καραδοκούν στη γωνία, για να βάλουν την παραμικρή μου δήλωση στο μικροσκόπιο, να την κόψουν κομματάκια, να της δώσουν ερμηνείες πέρα από τον έλεγχο μου και να την χτενίσουν για πιθανά λάθη, ατυχείς διατυπώσεις, παραλείψεις, αντιφάσεις οι οποίες στη συνέχεια θα αρχειοθετηθούν από το αντίπαλο κόμμα και θα επανεμφανιστούν σε μια δυσάρεστη τηλεοπτική διαφήμιση. Στο σημερινό πολιτικό κλίμα μία και μόνο άστοχη παρατήρηση προκαλεί περισσότερη κακή δημοσιότητα από αναρίθμητες άστοχες αποφάσεις· κατά συνέπεια δεν θα έπρεπε να με εκπλήσσει το γεγονός ότι στο Καπιτώλιο το χιούμορ ελέγχεται, η ειρωνεία θεωρείται ύποπτη, ο αυθορμητισμός καταδικαστέος και το πάθος άκρως επικίνδυνο.
»Άρχισα να αναρωτιέμαι πόσος καιρός έπρεπε να περάσει προτού ο πολιτικός εσωτερικεύει τη διαδικασία αυτή: προτού η επιτροπή των γραφιάδων, διορθωτών, και λογοκριτών μετακομίσει στο κεφάλι του· προτού οι «ειλικρινείς» εκδηλώσεις του αρχίσουν να ακολουθούν το σενάριο, ώσπου να φτάσει και να ξεροκαταπίνει ή να εκρήγνηται μόνο με εντολή του σκηνοθέτη. Πόσος καιρός πρέπει να περάσει προτού αρχίσει να μιλάει σαν πολιτικός;»
Για τον Ομπάμα το πρόβλημα δεν είναι μόνο τα «παράθυρα της τηλεόρασης», ή η «τηλεοπτική συναισθηματική δημοσιογραφία» που τώρα κερδίζει έδαφος στις ΗΠΑ, κυρίως με την είσοδο του Fox στην αγορά. Αυτή, εκτραχύνει την πολιτική κουλτούρα, ανάβει τα αίματα και δημιουργεί κλίμα δυσπιστίας.
«Το περίεργο είναι ότι οι χοντροκομμένες επιθέσεις δεν ενοχλούν τόσο», γράφει ο Ομπάμα. «Αν οι θεατές διασκεδάζουν όταν ακούν να με αποκαλούν “Οσάμα-Ομπάμα”, με γεια τους με χαρά τους. Όμως το πραγματικό δηλητήριο στάζει από την πένα των πιο καλλιεργημένων δημοσιογράφων, λόγω του κύρους και της μαεστρίας με την οποία επιτίθενται στις λέξεις του πολιτικού, παρουσιάζοντάς τον σαν τον τέλειο βλάκα.»
Για ένα περίεργο λόγο, που μάλλον έχει να κάνει με τα στερεότυπα που κολλούν στον πολιτικό άξονα δεξιά-αριστερά, ή στο επιτυχημένο επικοινωνιακό σχέδιο των ρεπουμπλικανών τα τελευταία χρόνια, τα ΜΜΕ (ακόμη και αυτά που χαρακτηρίζονται liberal, δηλαδή είναι πιο κοντά στους Δημοκρατικούς) δεν είναι δίκαια στους μύθους που καλλιεργούν για τα δύο πολιτικά κόμματα.
Έγραφε το 2006 ο Ομπάμα: «Δύσκολα θα βρίσκαμε σήμερα αναφορά στους Δημοκρατικούς που να μην υπαινίσσεται ότι είμαστε “αδύναμοι” και “δεν εκπροσωπούμε τίποτε”. Αντίθετα οι Ρεπουμπλικανοί είναι “δυναμικοί” (αν και λίγο στριμμένοι), και ο Μπους είναι “αποφασιστικός”, παρ’ όλο που αναθεωρεί συνέχεια τις απόψεις του. Αν η Χίλαρι Κλίντον πάει κόντρα στην κομματική γραμμή με ένα λόγο ή ένα ψήφισμά της, την αποκαλούν “καιροσκόπο”. Αν ο Τζον Μακέιν κάνει το ίδιο, επιβεβαιώνει ότι είναι το “μαύρο πρόβατο που τα λέει έξω από τα δόντια”».
Η δουλειά των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης χαρακτηρίζεται από στρεβλώσεις, υπεραπλουστεύεις και την αδυναμία για καβγάδες. «Η παρακμή της πολιτικής κοσμιότητας», γράφει ο Ομπάμα, «οφείλεται εν μέρει στο ότι κατά τον Τύπο η κοσμιότητα δεν έχει ενδιαφέρον. Αν ο πολιτικός πει: “κατανοώ την άποψη του αντιπάλου μου” ή “το ζήτημα είναι περίπλοκο”, η δήλωση του δεν θα πουλήσει. Ομως αν περάσει στην επίθεση, τότε οι κάμερες θα πέσουν πάνω του. Πολλοί δημοσιογράφοι επιστρατεύουν κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο προκειμένου να ρίξουν λάδι στη φωτιά και διατυπώνουν τις ερωτήσεις τους με τέτοιο τρόπο ώστε να εκμαιεύσουν μια εμπρηστική απάντηση».
Για τον Ομπάμα αυτές οι παθογένειες είναι εγγενείς στην βιομηχανία των ΜΜΕ, όπως έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια. Οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης δεν έχουν πλέον την πολυτέλεια να σκεφθούν, να κρίνουν και να συγκρίνουν.
«Οι δημοσιογράφοι στην Ουάσιγκτον», γράφει, «εργάζονται κάτω από τρομερές πιέσεις στις οποίες τους υποβάλλουν οι αρχισυντάκτες και οι παραγωγοί, οι οποίοι είναι με την σειρά τους υπόλογοι στους εκδότες και τα στελέχη των καναλιών, οι οποίοι είναι με την σειρά τους σκυμμένοι ολημερίς πάνω από τα νούμερα της προηγούμενης εβδομάδας ή τα πωληθέντα φύλλα του προηγουμένου έτους και προσπαθούν να επιβιώσουν σε ένα κόσμο που δείχνει να προτιμά το Playstation και τα ριάλιτι σόου. Έτσι για να προλάβουν να παραδώσουν πριν από την προθεσμία, να διατηρήσουν το μερίδιο στην αγορά και να ταϊσουν το τέρας που λέγεται “δελτίο ειδήσεων” οι δημοσιογράφοι σχηματίζουν αγέλες και εργάζονται με τα ίδια δελτία τύπου, τα ίδια γεγονότα και τα ίδια δημόσια πρόσωπα. Εν τω μεταξύ οι πολυάσχολοι και ως εκ τούτου μάλλον αδιάφοροι καταναλωτές ειδήσεων δεν δείχνουν να ενοχλούνται από τις υπεραπλουστεύσεις. Και γιατί να ενοχλούνται; Οι υπεραπλουστεύσεις δεν απαιτούν χρόνο και σκέψη· είναι ελαφρές και ευκολοχώνευτες. Κάνουν τη ζωή όλων πιο εύκολη.»
Έτσι, θα προσθέταμε εμείς, κυριαρχεί στην κοινωνία ο λαϊκισμός. Τα προβλήματα έτσι κι αλλιώς γίνονται προϊόντος του χρόνου πιο σύνθετα και οι απαντήσεις που περνάνε στα ΜΜΕ πρέπει να εμανίζονται όλο και πιο απλοϊκές. Όσοι λοιπόν είχαν την απορία πως είναι δυνατόν να κυβερνά τις ΗΠΑ επί οκτώ χρόνια ένας απλοϊκός -που οδήγησε τη χώρα του από καταστροφή σε καταστροφή- οφείλουν να μελετήσουν το φαινόμενο Καρλ Ρόουβ. Ο «μάγος της επικοινωνίας» των Ρεπουμπλικανών είχε κατανοήσει το απόφθεγμα του Μπέρναρντ Ράσελ: «Το πρόβλημα στον κόσμο είναι ότι οι ανόητοι και οι φανατικοί είναι πολύ σίγουροι για τον εαυτό τους, και οι συνετοί είναι γεμάτοι αμφιβολίες.» Ήξερε δε ότι σε ένα πολιτικό σκηνικό που χαρακτηρίζεται από υπεραπλουστεύσεις, μόνο «οι ανόητοι και οι φανατικοί», πουλάνε.
info
Σε μια χώρα που δεν έχουν μεταφραστεί τα γραπτά του μεγαλύτερου στοχαστή πολιτικού στην ιστορία των ΗΠΑ, δηλαδή του Τόμας Τζέφερσον, είναι αξιοσημείωτο και ενθαρρυντικό το γεγονός ότι ήδη κυκλοφορούν τρία βιβλία του Μπαράκ Ομπάμα στα ελληνικά.
* «Τολμώ να ελπίζω. Σκέψεις για την ανάκτηση του αμερικανικού ονείρου», εκδόσεις «Πόλις»
* «Εικόνες του πατέρα μου. Η ιστορία ενός γένους και μιας κληρονομιάς», εκδ. «Κ. Αδάμ».
* «Ομπάμα και Ευρώπη. Ο λόγος της Φιλαδέλφειας, ο λόγος του Βερολίνου, ο λόγος της νίκης», (πρόλογος, σχόλια, επίμετρο, Κ. Μποτόπουλος), εκδ. Παπαζήση.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 18.1.2009