Η Ελλάδα ευτύχησε τα περασμένα χρόνια να έχει ένα από τα καλύτερα και τα πλέον εκτεταμένα συστήματα πρόνοιας.
Η Ελλάδα ευτύχησε τα περασμένα χρόνια να έχει ένα από τα καλύτερα και τα πλέον εκτεταμένα συστήματα πρόνοιας. Υπήρξε (και ίσως να είναι ακόμη) εξαιρετικά αποτελεσματικό, και πλήρως ιδιωτικοποιημένο. Η ελληνική οικογένεια είχε τόσο ισχυρούς δεσμούς που έγιναν ένα εξαιρετικό δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας και μοχλός κοινωνικής ανόδου των ασθενέστερων. Τα κρατικά συστήματα μόνο συμπληρωματικό ρόλο είχαν κι έχουν. Η Ελλάδα δεν παρουσιάζει μεγάλες τρύπες στην πρόνοια όχι γιατί ο δαιδαλώδης γραφειοκρατικός μηχανισμός που κάναμε (με τα δεκάδες ταμεία, τους μύριους υπαλλήλους και τα πολλά έξοδα) είναι αποτελεσματικός, αλλά γιατί η ίδια η κοινωνία υπήρξε αποτελεσματική στην προστασία των ασθενέστερων μελών της.
Η αξία του κοινωνικού κράτους μετράται από την αποτελεσματικότητα του. Ούτε από τα πόσα λόγια επενδύονται σ’ αυτό, ούτε καν από τα πόσα χρήματα δαπανώνται γι’ αυτό. Δεν μετράται με πήχη φιλοδοξιών, ονείρων και σχεδίων, αλλά με αποτελέσματα. Το βασικό ερώτημα σε σχέση με το κοινωνικό κράτος είναι ένα: πόσους ανθρώπους γλιτώνει από την εξαθλίωση και πόσους ανθρώπους βοηθά πραγματικά να σταθούν στα πόδια τους.
Τα δευτερεύοντα ερωτήματα είναι πολλά: με τι κόστος επιτυγχάνονται αυτοί οι στόχοι; Από τα λεφτά που δαπανώνται, πόσα πηγαίνουν σε εκείνους που τα έχουν πραγματικά ανάγκη και πόσα σε εκείνους που διαχειρίζονται τις διαδικασίες πρόνοιας. Και το κυριότερο: υπάρχουν καλύτεροι τρόποι ώστε να γίνει το κοινωνικό κράτος πιο αποδοτικό σε σχέση με τους στόχους του;
Όλα αυτά τα ερωτήματα σπανίως τίθενται στον ελληνικό δημόσιο διάλογο. Κυριαρχεί μια αριθμολαγνεία (σε σχέση με τις δαπάνες) και μια θεοποίηση των κρατικών μηχανισμών. Είναι παράδοξο: ενώ όλοι ελεεινολογούμε τις υπηρεσίες του δημοσίου, όλοι ζητούμε περισσότερο δημόσιο.
Όσο αυξάνει ο δημόσιος τομέας όμως τόσο τείνει να χρηματοδοτεί την γραφειοκρατία του, αντί εκείνων που πρέπει να υπηρετήσει. Είναι ανθρώπινο: κάθε κοινωνική ομάδα, κάθε μηχανισμός προσπαθεί κατ’ αρχήν να διατηρήσει τον ρόλο του ή και να τον διογκώσει. Έτσι ενώ θεωρητικά στόχος του κράτους πρόνοιας θα πρέπει να είναι η αυτοκατάργησή του (δια της οικονομικής ανόδου των ασθενέστερων τάξεων), γραφειοκράτες και πολιτικοί δημιουργούν διαρκώς νέα γραφειοκρατία για την αυτοσυντήρησή τους.
Ο φαύλος κύκλος όμως πρέπει να σπάσει και γι’ αυτό μόνο ένας τρόπος υπάρχει. Να μπουν στοιχεία ανταγωνισμού μέσα στο σύστημα. Χωρίς ανταγωνισμό ο μηχανισμός εσωτερικεύει τις ωφέλειες της γραφειοκρατίας (π.χ. οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν συμφέρον να δημιουργηθούν περισσότερες επιτροπές. Αμείβονται για την συμμετοχή τους) κι εξωτερικεύει το κόστος (γραφειοκρατία). Αν όμως υπάρξει ανταγωνισμός το κόστος της γραφειοκρατίας πλήττει πρώτα τον οργανισμό μέσα στον οποίο καλλιεργείται (και εξ αντανακλάσεως τους υπαλλήλους του) κι εξωτερικεύει τις ωφέλειες, είτε ως καλύτερο προϊόν είτε ως χαμηλότερο κόστος.
Γι’ αυτό πρέπει να δούμε λογικές που θα σπάνε το μονοπώλιο του κράτους στην κοινωνική ασφάλιση. Για παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η υποχρεωτική για όλους ασφάλιση με ελεύθερη επιλογή φορέα. Αν κάποιος π.χ. δεν είναι ευχαριστημένος από το ΙΚΑ να μπορεί να ασφαλίζεται σε ιδιωτική εταιρία και το αντίστροφο. Έτσι μόνο θα αναγκαστούν όλοι να γίνουν πιο χρήσιμοι στο έργο τους. Οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι θα ελέγχουν δια των επιλογών τους εκείνους που παρέχουν τις υπηρεσίες πρόνοιας και ασφάλισης.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 14.9.2003