Το προσχέδιο νόμου για τα λατομεία είναι στην λογική του «κεντρικού σχεδιασμού» της οικονομίας…
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν κρύβεται σκάνδαλο πίσω από το προσχέδιο νόμου του υπουργείου Ανάπτυξης, που αποκάλυψε την Κυριακή η «Καθημερινή». Δυστυχώς στην Ελλάδα, και η επιχειρηματική δραστηριότητα είναι εν πολλοίς κρατικοβίωτη. Πολλοί έχουν αντικαταστήσει την πάλη για την κατάκτηση των αγορών, σε μάχες για ευνοϊκά κρατικά διατάγματα. Το μεγάλο κράτος δεν σιτίζει μόνο πολλούς. Επιλέγει νικητές και ηττημένους, εκεί όπου η αγορά έπρεπε να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.
Το χειρότερο όμως που αναδύεται από την ανάγνωση του άρθρου 4 στο επίμαχο νομοσχέδιο δεν είναι η οσμή σκανδάλου. Είναι η οσμή ενός πατερναλιστικού κράτους που θέλει γραφειοκρατικά να ορίσει την οικονομία. Είναι η λογική του αλήστου μνήμης «κεντρικού σχεδιασμού», όπου το υπουργείο κανονίζει με την επίκληση ενός απροσδιόριστου «εθνικού συμφέροντος» ποια οικονομική δραστηριότητα προέχει. Η παράγραφος 3 είναι σαφής: «αν υπάρχουν κοιτάσματα μεταλλευμάτων σε σημαντικές ποσότητες και έχουν ουσιώδη σημασία στην εθνική οικονομία, το δικαίωμα εκμετάλλευσης αυτών υπερισχύει. Στην περίπτωση αυτή, μετά από γνωμοδότηση του ΙΓΜΕ, εκδίδεται απόφαση του υπουργού Ανάπτυξης…».
Εδώ υπάρχουν δύο σοβαρές ασάφειες. Οι «σημαντικές ποσότητες» και η «ουσιώδης σημασία στην εθνική οικονομία». Πώς ορίζεται η σημαντική ποσότητα; Οταν οι τιμές ενός μεταλλεύματος ανεβαίνουν, η χθεσινή «ασήμαντη ποσότητα» γίνεται «σημαντική». Αλλά ισχύει και το αντίστροφο: Οταν οι τιμές πέφτουν η «σημαντική» οικονομικά ποσότητα γίνεται «ασήμαντη». Αυτά δυστυχώς δεν ορίζονται με γνωμοδοτήσεις του ΙΓΜΕ, ούτε με αποφάσεις υπουργών. Κανονίζονται στα διεθνή χρηματιστήρια. Και η επίκληση της «εθνικής οικονομίας είναι προβληματική». Αν δηλαδή στην Βάλια Κάλντα υπάρχουν εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα βωξίτη, θα εξορυχθούν υπονομεύοντας τον άλλο στόχο της εθνικής οικονομίας που είναι η ανάπτυξη του τουρισμού;
Εκ των πραγμάτων φαίνεται ότι η ανάπτυξη του τουρισμού είναι μακροπρόθεσμα πιο συμφέρουσα για τον τόπο από την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της χώρας. Δεν είμαστε δα και η Νότιος Αφρική με τα αδαμαντοφόρα κοιτάσματα. Το σωρευτικό κόστος στην εθνική οικονομία από την καταστροφή περιοχών (όπως ο Διόνυσος ή η Μήλος) θα είναι απείρως μεγαλύτερο από το όφελος που θα φέρει η πώληση μερικών τόνων μαρμάρου ή βαρυτίνης.
Ο παρωχημένος πατερναλισμός του προσχεδίου είναι εμφανής και στην παράγραφο 4 όπου απαγορεύει την ανάπτυξη άλλων (πλην λατομικών) δραστηριοτήτων σε περιοχές που κάποιοι γραφειοκράτες της Αθήνας θα ορίσουν ως χώρους λατόμησης! Με άλλα λόγια, απαγορεύει στους πολίτες να διαφεντεύουν την περιουσία τους, όπως αυτοί θεωρούν οικονομικά προσοδοφόρο. Ετσι οι ατομικές ιδιοκτησίες -τρόπον τινά- εθνικοποιούνται προς όφελος των λατόμων. Αν κάποιος έχει εκτάσεις σε περιοχές που οι πέντε υπουργοί χρίσουν «λατομικές» δεν έχει άλλο δρόμο παρά να τις πουλήσει σε τιμές μάλιστα που οι αγοραστές θα ορίσουν, αφού επί της ουσίας ο πωλητής θα «εκβιάζεται» διά προεδρικών διαταγμάτων.
Αυτό γίνεται σαφές και από τη διατύπωση στην προαναφερθείσα παράγραφο η οποία ορίζει ότι για την εκμετάλλευση των λατομικών ορυκτών «υποχωρούν και άλλοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος». Η υγεία των περιοίκων, ως λόγος δημοσίου συμφέροντος, υποχωρεί κι αυτός;
Είναι σαφές από την παραπάνω διατύπωση ότι οι τεχνοκράτες-συντάκτες του προσχεδίου έχουν κατά νου να παρακάμψουν μελλοντικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας που περιορίζουν περιβαλλοκτόνες δραστηριότητες. Μόνο που το ίδιο το προσχέδιο έχει ακριβώς το ίδιο πρόβλημα: με τον ισχύοντα (προ της ερχόμενης αναθεώρησης) καταστατικό χάρτη της χώρας το νομοσχέδιο είναι αντισυνταγματικό. Κι όσο δεν υπάρχει συνταγματικό δικαστήριο το ΣτΕ θα αποφασίσει…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 2.8.2006