Κάθε φορά που οι διωκτικοί μηχανισμοί δεν μπορούν να έχουν αποτελέσματα οι νομοθέτες σπεύδουν να μεγαλώσουν τις ποινές.
«Δημόσιος υπάλληλος», είχε πει κάποτε ο λόρδος Σάμιουελ, «είναι εκείνος που έχει ένα πρόβλημα για κάθε λύση». Για τους νομοθέτες αυτό πρέπει κάπως να παραφραστεί: οι πολιτικοί έχουν πάντα ένα πρόβλημα για να προσθέσουν στα ήδη υπάρχοντα. Αυτό πρέπει να είναι το συμπέρασμα από το γεγονός ότι πρόσφατα η ελληνική Βουλή ψήφισε τον νόμο περί «ενδοοικογενειακής βίας».
Το νέο αυτό νομοθέτημα προβλέπει μεγαλύτερες ποινές για αδικήματα τα οποία ήδη τιμωρούνται από ποινικό κώδικα. Οπως αναφέρει σε άρθρο της η καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου κ. Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου («Παρέμβαση στην Οικογένεια», «Τα Νέα» 29.8.2006), η απλή σωματική βλάβη ενός αγνώστου τιμωρείται με φυλάκιση έως τριών ετών, το ίδιο αδίκημα μεταξύ συγγενικών προσώπων θα τιμωρείται με φυλάκιση 1-5 ετών. Η εξύβριση κάποιου ξένου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ένα χρόνο. Με τον νέο νόμο η εξύβριση συγγενή τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο χρόνια.
Μπορεί να θεωρήσει κάποιος ότι οι ύβρεις ενός συγγενή δημιουργούν μεγαλύτερο άλγος στον υβριζόμενο, απ’ ότι οι ύβρεις ενός ξένου, άσχετα αν και οι δύο χρησιμοποιούν τις ίδιες ακριβώς λέξεις. Επειδή όμως το άλγος είναι εντελώς υποκειμενικό, δεν μπορεί να αιτιολογηθεί αντικειμενικά ο διπλασιασμός της ποινής. Προς τι λοιπόν η επιπλέον αυστηρότητα «για εκείνη την κουβέντα παραπάνω»;
Η αλήθεια είναι πως εντός των τειχών της οικογένειας ασκείται πολλάκις υπέρμετρη βία. Εχουμε δει στην τηλεόραση κακοποιημένες γυναίκες και τραυματισμένα παιδιά. Αλλά, πάλι, το ίδιο συμβαίνει και εκτός της οικογένειας. Πολλές φορές σε κάποια σπίτια εκστομίζονται φριχτές κουβέντες, αλλά το ίδιο γίνεται και σε πολλά μαγαζιά και μάλιστα με μεγαλύτερη συχνότητα. Γιατί πρέπει να υπάρχει ειδικό νομοθετικό πλαίσιο για τα εντός της οικογένειας, όταν μάλιστα, όπως αναφέρει η κ. Καστανίδου, υπάρχουν διατάξεις (άρθρο 312 του Ποινικού Κώδικα), το οποίο τιμωρεί αυστηρότερα εκείνους που ασκούν βία σε όσους βρίσκονται σε αδύναμη θέση, δηλαδή στα παιδιά, στις γυναίκες και στους ανάπηρους;
Μια πρώτη απάντηση είναι ότι το θέμα της «ενδοοικογενειακής βίας» είναι ιδιαιτέρως «σέξι» για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και όποιος πολιτικός επιχειρήσει να το λύσει -έστω διά νομοθετικών μέτρων- θα κερδίσει κάτι περισσότερο από την πίτα της δημοσιότητας. Ας μην ξεχνάμε, πως ο τηλεοπτικός χρόνος είναι ένα εξαιρετικά πολύτιμο νόμισμα στην πολιτική κονίστρα. Για χάρη του πράττουν ουκ ολίγα εκείνοι που ανά τέσσερα χρόνια ζητούν την ψήφο μας. Επειδή δε (όπως έγινε και με τα περί σεξουαλικής παρενόχλησης) η ρύθμιση για την ενδοοικογενειακή βία θα έχει και τις ευλογίες της εσπερίας, ο εμπνευστής της χρήζεται και εκσυγχρονιστής.
Υπάρχει όμως και κάτι πολύ βαθύτερο. Η βασική διαφορά της «ενδοοικογενειακής» με την «εξωοικογενειακή» βία είναι ότι η πρώτη σπανίως καταγγέλλεται. Αυτό προφανώς επιχειρεί να θεραπεύσει ο νομοθέτης, διογκώνοντας τις ποινές, λες και πρέπει να επιτύχει κάποιους στόχους… συνολικής φυλάκισης. Το σκεπτικό, βέβαια, ότι η μεγαλύτερη ποινή θα αποτρέψει τα (έτσι κι αλλιώς σπανίως καταγγελλόμενα) φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας είναι ανόητο, διότι κανείς οργισμένος ή ψυχοπαθής δεν πρόκειται να κάνει πολλαπλασιασμούς και διαιρέσεις για τα χρόνια φυλάκισης πριν χειροδικήσει.
Είναι παλιά και γνωστή πρακτική: Κάθε φορά που οι διωκτικοί μηχανισμοί δεν μπορούν (για ποικίλους λόγους) να έχουν αποτελέσματα, οι νομοθέτες σπεύδουν να καλύψουν το πρόβλημα εξαγγέλλοντας μεγαλύτερες ποινές. Αυτό σπανίως λειτουργεί και πολλές φορές μπορεί να επιτύχει τα ακριβώς αντίθετα. Η ενδοοικογενειακή βία δεν καταγγέλλεται, διότι κανείς δεν θέλει τον (έστω βίαιο) «δικό του» να πάει ένα χρόνο φυλακή. Θα σπεύσει να το κάνει όταν απειλείται διετής φυλάκιση;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 30.8.2006