Γιατί τώρα η κατακραυγή για την καταπάτηση του ασύλου που επί έτη τσαλαπατούν οι γνωστές δυνάμεις της «Προόδου»;
H κατάληψη της Νομικής από τις γνωστές αριστερίστικες ομάδες, για να μετατραπεί σε ξενοδοχείο μεταναστών, απλώς αναδεικνύει το παλιό πρόβλημα του «ασύλου». Δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιοι καταλαμβάνουν έναν πανεπιστημιακό χώρο. Αντιθέτως, οι καταλήψεις των ΑΕΙ είναι κάτι σαν τη Σαρακοστή. Είναι ετήσιες και σε άτακτα χρονικά διαστήματα. Το άσυλο χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται για αλλότριους της ελεύθερης διακίνησης ιδεών σκοπούς και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις αποδείχθηκε εξαιρετικά δαπανηρό. Οχι μόνο σε ώρες μάθησης (αυτές έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν τις μετράμε ούτε τις υπολογίζουμε), αλλά σε πραγματικό χρήμα για την αποκατάσταση ζημιών και την αναπλήρωση υπολογιστών και άλλων εργαλείων που ξάφριζαν διάφοροι «επαναστάτες».
Γιατί, όμως, τώρα η κατακραυγή για την καταπάτηση ενός θεσμού που επί έτη τσαλαπατούν οι γνωστές δυνάμεις της «Προόδου»; Στο κάτω κάτω της γραφής, οι μετανάστες άφησαν τον χώρο άθικτο και σφουγγαρισμένο. Τα δικά μας «παιδιά» δεν αρκούνταν στην κατάληψη· έσπαζαν, έκλεβαν, ενώ σε μια περίπτωση έκαψαν ένα από τα ιστορικά κτίρια του Πολυτεχνείου.
Η μία εξήγηση είναι ο ενδόμυχος και αφανής ρατσισμός της ελληνικής κοινωνίας. Είπαμε: να κάνουν δικά μας παιδιά μπάχαλο τα ΑΕΙ, αλλά όχι να τα καταλαμβάνουν ξένοι και μάλιστα μελαψοί!
Η δεύτερη εξήγηση είναι της τελευταίας σταγόνας που ξεχείλισε το ποτήρι. Εχουμε ζήσει τόσες καταλήψεις των ΑΕΙ, που ακόμη κι εκείνοι που έχουν συναισθηματικό δεσμό με όλα τα πτώματα της μεταπολίτευσης απηύδησαν και είπαν «ώς εδώ! Λύση τώρα, έστω εις βάρος της νομιμότητας».
Η τρίτη εξήγηση είναι λίγο πιο σύνθετη. Μέχρι τώρα η βία και η ανομία εθεωρούντο κάτι σαν φυσική καταστροφή, που αφ’ ενός έπρεπε να ζήσουμε και αφ’ ετέρου το κράτος έπρεπε να αποκαθιστά. Ο μεγαλύτερος μύθος της μεταπολίτευσης δεν ήταν το άσυλο. Ηταν το πλούσιο «κράτος-πατερούλης». Κανείς δεν νοιαζόταν όταν καταστρεφόταν ένα ΑΕΙ. Απλώς όλοι ρωτούσαν, κατόπιν επαναστατικής εορτής, «μα, πού είναι το κράτος;». Για να πληρώσει τις ζημιές, φυσικά…
Ετσι, με το «έχει ο Θεός», δηλαδή το κράτος, λειτούργησε η ελληνική κοινωνία όλα αυτά τα χρόνια και σε όλα τα επίπεδα. Τι κι αν υπερδιπλασιάστηκαν φαρμακευτικές δαπάνες; Τσιγκουνιές με τη λίστα φαρμάκων θα κάνουμε; Τι κι αν η «Ολυμπιακή» είχε ζημίες ενός εκατομμυρίου ημερησίως; Ο ελληνικός λαός ήθελε τον «εθνικό του αερομεταφορέα». Τι κι αν έμπαινε κάθε χρόνο ένα δισ. μέσα ο ΟΣΕ; Εμείς θέλαμε τα τρένα μας και ας κυκλοφορούν άδεια. Τι κι αν έχουμε αναλογικά τους περισσότερους δασκάλους και καθηγητές μέσης εκπαίδευσης και πατώνουμε στους διεθνείς δείκτες; Το κράτος έπρεπε να προσλάβει κι άλλους. Τι κι αν έχουμε σε όλο τον δυτικό κόσμο το υψηλότερο ποσοστό χρηματοδότησης των ΑΕΙ και δεν έχουμε πανεπιστήμια; «Λεφτά για την παιδεία», ήταν το σύνθημα.
Και τότε ήρθε η κρίση… Αυτό που δεν κατάλαβε η παλαβή Aριστερά είναι ότι χάθηκε η νομιμοποιητική ψευδαίσθηση της επανάστασης που τόσα χρόνια έκανε αδαπάνως (για την ίδια). Οι Ελληνες πολίτες συνειδητοποίησαν ότι ο πατερούλης, όχι μόνο δεν έχει άπειρα λεφτά, αλλά είναι χρεοκοπημένος. Χειρότερα: έφτασε σε σημείο να ζητάει από τα χαϊδεμένα του παιδιά λεφτά για να τα βγάλει πέρα. Κι αυτά τα παιδιά δεν είναι επ’ ουδενί διατεθειμένα να χρηματοδοτούν τα παιγνιδάκια επανάστασης που ανέξοδα τόσα χρόνια παίζουν κάποιοι.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 30.1.2011