H δραστηριότητα των ιερόδουλων που βρέθηκαν οροθετικές δεν περιορίζεται στα όρια της κρεβατοκάμαράς τους. Τα στοιχεία τους δεν αφορούν την ιδιωτική τους ζωή.
Νόμιμη ή παράνομη, καταδικαστέα ή μη, η πορνεία δεν είναι ακριβώς ιδιωτική υπόθεση. Είναι δημόσια επαγγελματική δραστηριότητα. Η άσκησή της χρειάζεται και άλλα πολλά άτομα, πιθανότατα χιλιάδες. Επομένως, η δραστηριότητα των ιερόδουλων που βρέθηκαν οροθετικές δεν περιορίζεται στα όρια της κρεβατοκάμαράς τους. Τα στοιχεία τους δεν αφορούν την ιδιωτική τους ζωή ή τη ζωή των οικείων τους μόνο. Αφορούν χιλιάδες άτομα που ανοήτως ή εγκληματικώς συνευρέθηκαν χωρίς προστασία. Αφορούν επίσης και χιλιάδες άλλους που πιθανώς να μολυνθούν δευτερογενώς.
Οι κραυγές καταδίκης των δικαστικών αρχών, που επέτρεψαν τη δημοσιοποίηση των φωτογραφιών, είναι συνέχεια της καινούργιας μόδας που φούντωσε στην Ελλάδα τα τελευταία δέκα χρόνια και θέλει τα πάντα, ακόμη και τις δημόσιες δραστηριότητες, να ανήκουν στον χώρο του ιδιωτικού.
Να συμφωνήσουμε ότι η ενέργεια των αρχών είναι δυσάρεστη. Η δημοσιοποίηση των φωτογραφιών των ιερόδουλων φαντάζει στους περισσότερους αποκρουστική. Ατυχα πλάσματα, πιθανότατα πολλές από αυτές να είναι και τοξικομανείς, χρειάζονται τη φροντίδα και την περίθαλψη του κράτους. Αυτό όμως είναι μια άλλη συζήτηση που πρέπει να γίνει. Οπως είναι και άλλη συζήτηση η παρανομία -σχεδόν όλων- των οίκων ανοχής, ένα φαινόμενο που θέριεψε μετά την αυστηροποίηση του νομικού πλαισίου για τη λειτουργία τους. Οπως γίνεται με όλα τα πράγματα στην Ελλάδα, φτιάχνουμε νόμους τόσο αυστηρούς, έτσι ώστε να παίρνουν τα εύσημα οι υπουργοί («σήμερα προχωράμε σε μια νέα παρέμβαση που θα λύσει διά παντός το πρόβλημα…» κ.λπ. κ.λπ.) εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι αυτοί οι νόμοι δεν θα εφαρμοστούν. Διαφορετική, επίσης, είναι η συζήτηση περί διαπόμπευσης. Αυτή δεν αφορά τις αρχές που δημοσιοποιούν πληροφορίες για τη δραστηριότητά τους (ειδικά μάλιστα αν οι πληροφορίες αφορούν πραγματικούς κινδύνους), αλλά τα ΜΜΕ και πώς παρουσιάζουν αυτές τις πληροφορίες. Το τελευταίο είναι ζήτημα δημοσιογραφικής δεοντολογίας, που έπρεπε να απασχολεί τα δημοσιογραφικά σωματεία και όχι τις αρχές. Είναι σαφώς αντιδεοντολογικό και διατρέχει τον κίνδυνο διάψευσης μια είδηση του στυλ «Ιδού ο φονιάς» και διαφορετική η παρουσίαση «Οι αρχές κατηγορούν τον x πολίτη για φόνο». Το πρώτο είναι οιονεί δικαστική απόφαση, το δεύτερο πραγματικό γεγονός.
Γράφαμε και παλαιότερα πως «ακόμη και αν δεχθούμε ότι ο Ελληνας πολίτης δεν έχει δικαίωμα να μάθει ποιος διώκεται, έχει απόλυτο δικαίωμα να μάθει ποιον διώκουν οι δικαστικές αρχές. Οι φορολογούμενοι πληρώνουν αστυνομικούς, εισαγγελείς κ.λπ. και έχουν το δικαίωμα να γνωρίζουν τι κάνουν οι τελευταίοι. Διώκουν κάποιους; Διώκουν αυτούς που πρέπει; Μήπως αφήνουν κάποιους στο ακαταδίωκτο; Μήπως διώκουν καταχρηστικά κάποιους άλλους; Αυτά είναι εύλογα ερωτήματα που μόνο στο φως της δημοσιότητας μπορούν να απαντηθούν. Με τη δημοσιότητα αφενός ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος κατάχρησης εξουσίας και αφετέρου οι φορολογούμενοι κρίνουν αν και κατά πόσο τα χρήματά τους πιάνουν τόπο» («Καθημερινή» 27.6.2007).
Υπάρχει μια λεπτή γραμμή δημόσιων δεδομένων και ιδιωτικής ζωής. Στην Ελλάδα δεν τη χαράξαμε ποτέ, με αποτέλεσμα να παλινδρομούμε στα άκρα. Δεν υπάρχει τίποτε ιδιωτικό σε δημόσιες δραστηριότητες, είτε μας αρέσει είτε το βρίσκουμε αποκρουστικό.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 3.5.2012