Ολοι μέχρι σήμερα διδαχθήκαμε ότι τα εισοδήματα είναι ανεξάρτητα της παραγωγής και γι’ αυτό τα άλλα μεγέθη της οικονομίας (όπως τα ισοζύγια εξωτερικών συναλλαγών) ποτέ δεν έπαιξαν στον δημόσιο διάλογο.
Κάποιος κυνικός θα έλεγε ότι στο μόνο μέρος που τα εισοδήματα προηγούνται της παραγωγής είναι στο λεξικό. Εκτός αν επισκεπτόταν την προεκλογική Ελλάδα. Εδώ θα έβλεπε ότι τα εισοδήματα ούτε προηγούνται ούτε έπονται της παραγωγής. Παίζουν εν ου παικτοίς. Για τα εισοδήματα ρωτούν, με εκείνη τη θεατρική αγωνία, οι τηλεπαρουσιαστές: «Θα κόψετε κι άλλο τα εισοδήματα των εργαζομένων και των συνταξιούχων, κύριε πρόεδρε;». Για τα εισοδήματα απαντούν οι κύριοι πρόεδροι: «Με ρωτούν αν θα κόψω τα εισοδήματα. Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι». Με τα εισοδήματα παίζουν τα μικρά κόμματα: «Σου έκοψαν το εισόδημα, τιμώρησέ τους». Και φυσικά για τα εισοδήματα θα τιμωρήσουν οι ψηφοφόροι τα δύο μεγάλα κόμματα.
Το τελευταίο είναι αναμενόμενο. Η μείωση των εισοδημάτων μαζί με την ανεργία είναι οι ορατές επιπτώσεις της μεγάλης κρίσης που ζούμε. Ολοι -από τον συνταξιούχο της «Αυγής» που δεν βγαίνει με τα 1.870 ευρώ μηνιαίως και μέχρι την «”Αγνωστη” Μ των εκλογών» που σκιαγράφησε σε τούτη εδώ την εφημερίδα ο Κωνσταντίνος Ζούλας- αυτούς τους λογαριασμούς κάνουμε και μ’ αυτούς δεν βγαίνουμε. Και όπως γράφει ο φίλος Κωνσταντίνος, απευθυνόμενος στους κ. Βενιζέλο και Σαμαρά, «επειδή δεν κατορθώνετε να τους πείσετε ότι υπάρχει, έστω, λόγος να ελπίζουν σε κάποια βελτίωση, μάλλον δεν θα δείτε την ψήφο τους» («Καθημερινή» 21.4.2012).
Κακά τα ψέματα. Ολοι μέχρι σήμερα διδαχθήκαμε ότι τα εισοδήματα είναι ανεξάρτητα της παραγωγής και γι’ αυτό τα άλλα μεγέθη της οικονομίας (όπως τα ισοζύγια εξωτερικών συναλλαγών) ποτέ δεν έπαιξαν στον δημόσιο διάλογο· ούτε τις καλές μέρες, ούτε τώρα στην κρίση. Στην πράξη επίσης διδαχθήκαμε ότι τα εισοδήματα είναι κάτι που φέρνει (και κόβει) το κράτος. Αυτό δεν είναι μόνο θεωρητικό. Ολα τα προηγούμενα χρόνια το κράτος είχε βρει τον «μαγικό τρόπο» να εξασφαλίζει την ευημερία διά του δανεισμού. Ακόμη και στις δύσκολες περιόδους, όταν υπήρχαν προγράμματα σταθεροποίησης, τα πραγματικά εισοδήματα αυξήθηκαν έστω οριακά. Στη δεκαετία του ’90, για παράδειγμα, παρά τις δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, παρά το εγχώριο έλλειμμα παραγωγικότητας, υπήρχε άφθονη ρευστότητα στο παγκόσμιο σύστημα και διά του δανεισμού τα εισοδήματα αυξήθηκαν. Οπως έλεγε ο κ. Κώστας Σημίτης μιλώντας για τον προϋπολογισμό του 2000 «οι πραγματικές αυξήσεις των μισθών μόνο στα τρία τελευταία χρόνια (1996 – 1999) είναι της τάξης του 8,5%» (21.12.1999) Τώρα οι κρουνοί έκλεισαν και το χάσμα μεταξύ παραγωγής και εισοδημάτων, που διευρύνθηκε τη χρυσή δεκαετία του 2000, αναγκαστικά κλείνει. Τώρα, που δανεικά πλην της τρόικας δεν υπάρχουν, αυτό γίνεται διά της μείωσης των εισοδημάτων. Αν όμως δεν συζητήσουμε για το πώς θα αυξηθεί η παραγωγή, η Βουλγαρία δεν θα είναι εφιάλτης. Θα γίνει κάποια στιγμή στόχος.
Πόσες φορές, λοιπόν, θα ακούσουμε την ερώτηση στους πολιτικούς «θα πάρετε άλλα μέτρα τον Ιούνιο;»; Και πόσες φορές θα ακούσουμε τις ίδιες υπεκφυγές; Μήπως, με δεδομένη την απάντηση «ουκ αν λάβοις», πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση στα προαπαιτούμενα των εισοδημάτων που είναι η παραγωγή; Μήπως να τους ρωτήσουμε τι σκέφτονται για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας που θα φέρει και τα πολυθρύλητα εισοδήματα;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 2.5.2012