Τα δανεικά -ακόμη κι αν δεν τα πληρώσουμε- δεν είναι άπειρα. Και ειδικά αν δεν τα πληρώσουμε θα κοπούν αμέσως, ενώ εμείς θα συνεχίσουμε να χρειαζόμαστε επιπλέον 16 δισ. για να πορευόμαστε έστω φτωχικά λόγω Μνημονίου.
Πίσω από τα νούμερα, τα ισοζύγια και τις στατιστικές κρύβεται μια θλιβερή παραγωγική πραγματικότητα για τη χώρα.
Το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών είναι αρνητικό για τη συντριπτική πλειονότητα όσων καταναλώνουμε. Δεν μιλάμε μόνο για το πετρέλαιο, το οποίο όπως είναι φυσικό το εισάγουμε καθ’ ολοκληρίαν. Ούτε για τις ηλεκτρονικές συσκευές ή τα αυτοκίνητα. Αναφερόμαστε στο κρέας που πληρώνουμε επιπλέον 1,06 δισ. ετησίως· για γάλα και αυγά (έλλειμμα 533 εκατ. ευρώ)· δημητριακά (-365 εκατ. ευρώ)· ζάχαρη και μέλι (-168 εκατ. ευρώ)· ποτά (-272 εκατ. ευρώ) κ.λπ. Δεν έχουμε αυτάρκεια ούτε σε πατάτες ούτε σε ρεβίθια. Πλεονασματική είναι η χώρα μόνο σε έλαια και λίπη (+38 εκατ. ευρώ), φρούτα και λαχανικά (+558 εκατ. ευρώ) και καπνό (+80 εκατ.). Ακόμη και στο ισοζύγιο ζωοτροφών έχουμε έλλειμμα 354 εκατ. ευρώ.
Γενικώς: ακόμη και το 2011 κάναμε εισαγωγές προϊόντων (χωρίς τα πετρελαιοειδή) 32 δισ. ευρώ και εξαγωγές 16 δισ. ευρώ. Δηλαδή, ακόμη και στα δύσκολα -δηλαδή τώρα που υφιστάμεθα και βρίζουμε τις περιοριστικές πολιτικές- χρειαζόμαστε άλλα 16 δισ. για να πορευτούμε· έστω φτωχικά λόγω Μνημονίου.
Μέχρι τώρα αυτά τα ελλείμματα καλύπτονται από δανεισμό. Κυρίως δημόσιο. Το κράτος δανειζόταν από τις αγορές μέχρι το 2009, και από τους εταίρους σήμερα. Μοίραζε αυτά τα επιπλέον λεφτά υπό μορφή μισθών, συντάξεων, επιδομάτων κ.λπ. Οι δικαιούχοι πήγαιναν στα σούπερ μάρκετ και στα καταστήματα, αγοράζουν κατά κανόνα τα ξένα προϊόντα (είτε γιατί δεν βρίσκουν ελληνικά είτε γιατί τα ελληνικά είναι πιο ακριβά) κι αυτό θεωρήθηκε ανάπτυξη.
Φυσικό κι επόμενο είναι ότι αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Τα δανεικά -ακόμη κι αν δεν τα πληρώσουμε- δεν είναι άπειρα. Και ειδικά αν δεν τα πληρώσουμε θα κοπούν αμέσως, ενώ εμείς θα συνεχίσουμε να χρειαζόμαστε επιπλέον 16 δισ. για να πορευόμαστε έστω φτωχικά λόγω Μνημονίου.
Οι λύσεις είναι δύο: μείωση της κατανάλωσης (όπως γίνεται σήμερα) ή αύξηση της παραγωγής, την οποία οι διάφορες «ρυθμίσεις» του κράτους και οι διάφορες συντεχνίες με τους πολιτικούς της πάτρωνες δεν επιτρέπουν. Δεν είναι ανάγκη να γίνουμε αυτάρκεις σε κάθε προϊόν, όπως υπονοεί ένας σύγχρονος μύθος περί καθολικής επιστροφής στην αγροτική οικονομία. Είναι πολύ πιο φθηνό να εισάγουμε σιτηρά που παράγονται στις αχανείς εκτάσεις π.χ. της Ουκρανίας από το να επιχειρούμε να τα παράγουμε εδώ ακριβά λόγω (και) μικρών γεωργικών κλήρων. Πρέπει όμως να βρούμε τα «ισοδύναμα»· να καλύψουμε τις εισαγωγές κρέατος με εξαγωγές προϊόντων ή υπηρεσιών που θα μάς φέρουν τα 533 εκατ. που χρειαζόμαστε για επιπλέον γάλα κι αυγά. Πρέπει δηλαδή, στη γλώσσα των οικονομολόγων, να ανακαλύψουμε τα «συγκριτικά πλεονεκτήματα» της χώρας και να γίνουμε πλεονασματικοί στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας.
Κάποια από αυτά τα «συγκριτικά πλεονεκτήματα» είναι προφανή. Ο τουρισμός, η ναυτιλία, η εξειδικευμένη αγροτική παραγωγή είναι μερικά που έρχονται στο μυαλό όλων. Το καλύτερο όμως είναι ότι υπάρχουν άλλα προϊόντα που κανείς μας σήμερα -πολλώ δε μάλλον κάποιος γραφειοκράτης- δεν μπορεί να τα σκεφτεί. Αυτά θα αποκαλυφθούν μέσα από εκατομμύρια δοκιμές, χιλιάδων νέων ανθρώπων· αν φυσικά τους επιτρέψουμε να επιχειρήσουν. Δεν θα επιτύχουν όλοι· πολλοί μπορεί να αποτύχουν κι άλλοι επίσης πολλοί απλώς να βγάλουν τα προς το ζην. Οι τρεις ή οι πέντε που θα καινοτομήσουν επιτυχώς για τις διεθνείς αγορές θα κάνουν τη μεγάλη διαφορά.
Υπάρχει ιστορικό προηγούμενο. Αν κάποιος Αμερικανός στις αρχές της δεκαετίας του ’60 έλεγε ότι το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα των ΗΠΑ στην παγκόσμια αγορά για τα επόμενα πενήντα χρόνια θα είναι η πληροφορική, οι υπόλοιποι σίγουρα θα χαμογελούσαν συγκαταβατικά. Κι όμως κάποιοι πιτσιρικάδες, έκαναν μια τεράστια αγορά εκ του μηδενός. Δεν είναι ότι έφτιαξαν στο γκαράζ του σπιτιού τους ένα μικροϋπολογιστή, έγραψαν την πρώτη γλώσσα προγραμματισμού, έφτιαξαν το πρώτο ηλεκτρονικό λογιστικό φύλλο. Αυτό είναι καινοτομία και πιθανώς πολλές καινοτομίες μπορεί να παράγονται σήμερα σε κάποιο ελληνικό ΑΕΙ, ΤΕΙ ή εργαστήριο. Η διαφορά είναι ότι επετράπη σ’ αυτούς τους πιτσιρικάδες να δοκιμαστούν στην αγορά, ή έστω δεν τους αποθάρρυνε η αμερικανική γραφειοκρατία. Δεν έγιναν όλοι Στιβ Τζομπς ή Μπιλ Γκέιτς· η Σίλικον Βάλεϊ είναι διάσπαρτη από πτώματα εταιρειών που δεν τα κατάφεραν. Αλλοι, που είναι και οι περισσότεροι, τα κατάφεραν μερικώς. Ομως, η ελεύθερη (και μάλιστα χωρίς επιδοτήσεις) οικονομία έφτιαξε συγκριτικά πλεονεκτήματα από την άμμο απ’ όπου προέρχεται το πυρίτιο.
Το ίδιο μπορεί να συμβεί και στην Ελλάδα, αρκεί να το επιτρέψουμε. Φυσικά δεν θα κάνουμε μια νέα Σίλικον Βάλεϊ, αλλά υπάρχουν εκεί έξω ιδέες που θα φτιάξουν ένα καλύτερο μέλλον και γι’ αυτούς που τις έχουν και για τον τόπο. Μπορεί να είναι μια ιδέα για ένα διαφορετικό προϊόν από την ελιά (προφανώς κάποιος σκέφτηκε πρώτος τον πολτό ελιάς και είχε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα). Μπορεί να είναι ένα άλλου τύπου φαρμακείο· μια εταιρεία ταξί που θα προσφέρει άλλου τύπου υπηρεσίες· μπορεί όλα αυτά μαζί κι άλλα που σήμερα δεν μπορούμε καν να φανταστούμε. Δεν υπάρχει μια μεγάλη ιδέα που θα την εφαρμόσουμε κι αυτόματα θα μάς βγάλει από την κρίση. Ακόμη κι αν υπάρχει αυτή η ιδέα, σήμερα δεν μπορούμε να τη διακρίνουμε. Θα την δούμε αν εφαρμοστεί κι αφού επιτύχει, για να πούμε ex post «α, αυτό ήταν που μάς έβγαλε από την κρίση». Είναι οι πολλές μικρές ιδέες που θα βρουν τον δρόμο τους στην παγκόσμια αγορά και θα βελτιώσουν το ισοζύγιό μας. Το Ισραήλ, για παράδειγμα, εξάγει μαθηματικά, υπό μορφή αλγόριθμων. Το ζήτημα είναι να επιτρέψουμε στους ανθρώπους να δοκιμάσουν νέα πράγματα αντί να τους κλείνουμε στα ασφυκτικά γραφειοκρατικά πλαίσια και κρατικές ρυθμίσεις για το «καλό» μας.
Δεν χρειάζεται λοιπόν να γίνουμε όλοι αγρότες και κυρίως δεν χρειάζεται να μπούμε σε παραγωγή που είναι εκ των συνθηκών χαμένη. Φυσικά χρειάζεται η παραγωγή προϊόντων στα οποία έχουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα και φυσικά χρειάζεται η πρόσθεση αξίας στα πρωτογενή προϊόντα. Ακόμη κι αν παράγουμε λάδι που αξίζει χρυσάφι, αυτό πάει χαμένο όταν πωλείται χύμα.
Κυρίως χρειάζεται αλλαγή νοοτροπίας σε σχέση με την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη. Αυτές δεν διατάσσονται ούτε προκύπτουν εξ ουρανού όπως διακηρύσσουν από τα μπαλκόνια διάφοροι μυθομανείς. Προκύπτουν ύστερα από την επίπονη διαδικασία δοκιμών και λαθών. Τα λάθη τα κάναμε όλα. Καιρός να επιτρέψουμε και τις δοκιμές.
Το δύσκολο ενδιάμεσο στάδιο
Η άνθηση της νέας επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, χρειάζεται κόπο και χρόνο· μετά, φυσικά, την απελευθέρωση των αγορών, την άρση γραφειοκρατικών περιορισμών κ.λπ. που ακόμη περιμένουμε. Μέχρι όμως να γίνουν όλα αυτά υπάρχει το δύσκολο ενδιάμεσο. Τι κάνει μια χώρα με ισχνή παραγωγική βάση, που δεν έχει πλέον δανεικά; Η κοινή λογική -έστω υπό μορφήν οικονομικής θεωρίας- λέει ότι απλώς περιορίζει την κατανάλωση στο ύψος της παραγωγής της. Αυτό φυσικά δεν είναι κοινωνικά αποδεκτό· σκέφτεται κανείς την Ελλάδα να έχει ως στόχο (κι όχι ως εφιάλτη) τους μισθούς Βουλγαρίας;
Το δύσκολο ενδιάμεσο γίνεται κατά τι ευκολότερο με τη συνδρομή των εταίρων μας. Περιορίζει μεν την κατανάλωση σε σχέση με το 2009 (που το κράτος ξόδεψε 24 δισ. περισσότερα απ’ όσα εισέπραξε, εκτός τοκοχρεωλυσίων) αλλά σταδιακά, με την ελπίδα ότι θα πραγματωθεί εν τω μεταξύ η αναδιάρθρωση της οικονομίας και η παραγωγή με την κατανάλωση θα συναντηθούν κάπου στο ενδιάμεσο της απόστασής τους.
Η παραγωγή αναγκαστικά θα συναντηθεί με την κατανάλωση και αυτό δεν το αμφισβητεί ούτε καν η παλαβή Αριστερά, ασχέτως αν δεν το φωνάζει για να διατηρείται ακέραιη η επαναστατική αγανάκτηση, ή να συντηρούνται οι ψευδαισθήσεις ότι μπορούμε να γυρίσουμε στο 2009 χωρίς να αλλάξει τίποτε. Στα ψιλά γράμματα των συνεντεύξεων, παρεμβάσεων, άρθρων κ.λπ. διάφορων «επαναστατών» υπάρχει πάντα η υποσημείωση για παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Απλώς, επειδή μπλέκει και το ιδεολογικό γινάτι διάφορων που απέκτησαν κόμπλεξ το 1989, θέλουν να κάνουν το δύσκολο ενδιάμεσο, ακόμη δυσκολότερο.
Για να το πούμε απλά: αν δεν υπήρχε το καταραμένο Μνημόνιο οι δύσκολες περικοπές στις κρατικές δαπάνες των 19 δισ. τα δύο πρώτα χρόνια, έπρεπε να γίνουν 24 δισ. μονομιάς το 2010. Η λογική του «δεν χρωστάω, δεν πληρώνω» δεν είναι τσάμπα. Πέρα από τα άλλα αρνητικά που θα επέφερε η χρεοκοπία, η κατανάλωση θα έπεφτε έτσι κι αλλιώς. Η διευκόλυνση (έστω με «επαχθείς όρους λιτότητας») των εταίρων απέτρεψε την αυτόματη προσαρμογή της κατανάλωσης στην παραγωγή μας με όλες τις δευτερογενείς αρνητικές επιπτώσεις που θα είχε κάτι τέτοιο. Βοήθησε, είτε για να έχουμε λίγο χρόνο για να αυξήσουμε την παραγωγή, είτε για να… συνηθίζουμε σιγά σιγά στα παραγωγικά κυβικά μας.
Ολα τα μνημόνια του κόσμου δεν εξασφαλίζουν ρόδινο μέλλον, αν δεν το δημιουργήσουμε εμείς. Φυσικά και μπορούμε να γυρίσουμε στην ευημερία του 2009, αλλά αυτή δεν θα έρθει με τους όρους του 2009. Θα το καταφέρουμε μόνο αν ακολουθήσουμε τον πολύ δύσκολο δρόμο. Οχι, κατ’ ανάγκη της λιτότητας· αυτή είναι υποπροϊόν και τιμωρία για εκείνα που δεν κάναμε όταν έπρεπε. Ο δύσκολος δρόμος απαιτεί ρήξη με κατεστημένες αντιλήψεις, δομές και συντεχνίες που φράσσουν τον δρόμο προς την ανάπτυξη.
Διαβάστε
– Ιάσων Μανωλόπουλος, «Το επαχθές χρέος της Ελλάδος», εκδ. Μελάνι
– Τάκης Μίχας, «Η μαύρη βίβλος της ελληνικής οικονομίας», εκδ. Οξύ
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 29.4.2012