Γράψαμε πολλάκις για την υποκριτική σχέση των διασημοτήτων με τα media, για τις στάρλετ που καλούν τις κάμερες στην κρεβατοκάμαρά τους και μετά διαμαρτύρονται για την παραβίαση της ιδιωτικής τους ζωής. Την ίδια στάση κρατούν και οι μεγάλοι σταρ της εποχής, με πρώτα τα μέλη της βρετανικής μοναρχίας.
Πολλές νέες και όμορφες γυναίκες πάσχουν από διάφορες ασθένειες για τις οποίες ουδείς, ουδέποτε θα μάθει το παραμικρό. Αντιθέτως πολλοί συγκινήθηκαν από την περιπέτεια της Κέιτ Μίντλεντον. Σχεδόν όλος ο κόσμος θέλει να μάθει τι έχει και πώς πάει. Γιατί λοιπόν τόσο ενδιαφέρον για μια γυναίκα που πριν από μερικά χρόνια δεν ξέραμε ότι υπήρχε και δεν πρόκειται να συναντήσουμε ποτέ; Διότι ακριβώς η ίδια και η οικογένειά της έφτιαξαν έναν κλοιό διασημότητας από τον οποίο ουδείς μπορεί πλέον να ξεφύγει. Κουίζ: ποια είναι η σύζυγος του διαδόχου του ολλανδικού θρόνου και τι ασθένεια –Θεός φυλάξοι– μπορεί να έχει;
Εδώ λοιπόν έχουμε το εξής παράδοξο: Από τη μία έχουμε «αγωνία της βασιλικής οικογένειας για σεβασμό στην ιδιωτικότητα» («Καθημερινή», 23.3.2024) και από την άλλη έχουμε την ίδια πριγκίπισσα που ρίχνει τα παιδιά της στη «βορά της δημοσιότητας» με την πρόσφατη παραποιημένη φωτογραφία. Εκτός του photoshop, υπάρχουν και τα δικαιώματα ιδιωτικότητας αυτών των παιδιών. Τι θα γίνει αύριο αν, λόγω της δημοσιότητας που σήμερα αποκτούν αυτά τα παιδιά, κάποιο δεν θα μπορεί να διαχειριστεί «το σοκ της διάγνωσης» μιας ασθένειας και βρεθεί αντιμέτωπο «με τις αδηφάγες διαθέσεις ενός κοινού που έχει εθιστεί να καταναλώνει κάθε λεπτομέρεια του μοναρχικού βίου»; («Καθημερινή», 23.3.2024). Στο κάτω κάτω της γραφής οι κοινοί θνητοί, που δεν έχουν επικοινωνιακά επιτελεία πίσω τους, φροντίζουν να βάζουν καρδούλες και συννεφάκια στα προσωπάκια των βλαστών τους στις φωτογραφίες που αναρτούν στα social media.
Δεν θα αθωώσουμε τα ΜΜΕ και ειδικώς τα χυδαία βρετανικά ταμπλόιντ τα οποία, κατά τη συγγραφέα κ. Αθηνά Κακούρη, «στραπατσάρουν τη διακριτικότητά μας, τον σεβασμό μας για τον πόνο του άλλου και τη σιωπή μας, εκεί που δεν μπορούμε να βοηθήσουμε» («Καθημερινή», 23.3.2024). Αλλά το «ανελέητο κυνηγητό της είδησης» δεν υφίσταται εν κενώ. Τροφοδοτείται από τα ίδια τα «θύματα» σε εποχές που ίσως να σκέφτονται μόνο τα πλεονεκτήματα της διασημότητας που επιδιώκουν και ουδέποτε τα μειονεκτήματα που θα έχουν. Εδώ άρχισαν να «φυτεύονται» ειδήσεις ακόμη και στα ελληνικά ταμπλόιντ για το πού έφαγε κάποιος ανεπώνυμος Παύλος, υιός του ανεπώνυμου επίσης αποθανόντος πρώην βασιλέως· τουλάχιστον οι Γουίνδσορ έχουν επώνυμο. Το ανελέητο ταγκό της δημοσιότητας χρειάζεται δύο και η βρετανική βασιλική οικογένεια το χορεύει μια χαρά. Πουλάει θεάματα για τον πλούσιο άρτο της.
Το πρόβλημα που αναδεικνύεται τώρα είναι ποιος θα έχει τον έλεγχο του θεάματος. Η έκκληση της ιδιωτικότητας –την οποία οι ίδιοι παραβιάζουν τροφοδοτώντας τον Τύπο με διάφορα συμβάντα της προσωπικής τους ζωής– δεν είναι καν προσπάθεια λογοκρισίας. Είναι επιχείρηση αρχισυνταξίας του συνόλου των ΜΜΕ: θα δείχνετε τη φωτογραφία με τα χαμογελαστά πρόσωπα, αλλά όχι με τα σκυθρωπά.
Η αλήθεια είναι ότι βρίσκουν και κάνουν, είτε διά της βιομηχανίας της συγκίνησης είτε διά του λόμπινγκ. Το 1971 οι δικηγόροι της Ελισάβετ κατάφεραν να αλλάξουν το νομοσχέδιο για τη διαφάνεια στα οικονομικά των Βρετανών αξιωματούχων (κάτι σαν το δικό μας «πόθεν έσχες») και να αφαιρεθεί η υποχρέωση της βασιλικής οικογένειας να δηλώνει την περιουσία της. Οι Βρετανοί φορολογούμενοι πληρώνουν ετησίως 108 εκατ. δολάρια επιχορήγηση στη μοναρχική οικογένεια αλλά, σύμφωνα με τον δικηγόρο της βασιλικής οικογένειας, «η αποκάλυψη των περιουσιακών στοιχείων σε οποιοδήποτε πρόσωπο θα είναι ντροπιαστικό» (The Guardian, 7.2.2021).