Το κράτος-τροφός υπήρξε για τον Τύπο μακροχρόνια ο καταστροφέας του. Απαξίωσε το μεγαλύτερο κεφάλαιο, την αξιοπιστία του.
H κρίση δεν φέρνει μόνο γκρίνια, αλλά φέρνει στην επιφάνεια και χρόνιες αγκυλώσεις. Η απεργία των εφημεριδοπωλών και τα παρατράγουδά της είναι προϊόν αυτής της κρίσης και αναδεικνύει τις παθογένειες στον χώρο, μερικές από τις οποίες καταγγέλλονται στην κοινή ανακοίνωση που εξέδωσε η Ενωση Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΙΗΕΑ) και τα πρακτορεία Τύπου.
Η απεργία μπορεί να έχει ως αφορμή ένα «λογιστικό θέμα» (αν δηλαδή οι εφημεριδοπώλες θα παίρνουν προμήθεια και επί του ΦΠΑ που πληρώνουν οι αγοραστές των εφημερίδων) αλλά αποκαλύπτει πολλά…
Πρώτον, το γεγονός ότι σε μερικούς μόνο μήνες ήρθαν στην επιφάνεια δύο ζητήματα που αφορούν τον Τύπο (το πρώτο αφορούσε το 2% του τζίρου που διαχειρίζονταν χωρίς παραστατικά οι επιχειρήσεις Τύπου), δείχνει ότι το παλιό μοντέλο πνέει τα λοίσθια. Αγκυλώσεις, οι οποίες συντηρούνταν από αφανείς κι εμφανείς κρατικές χρηματοδοτήσεις, αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν. Επιχειρηματικά ο Τύπος αναγκάζεται να ωριμάσει, φτάνει να σκεφτεί ακόμη και το 20% επί των ακαθάριστων εσόδων που δίνει στους εφημεριδοπώλες. Να σημειώσουμε ότι μέχρι σήμερα η επιχειρηματικότητα δεν ήταν το εργαλείο για την επιβίωση και ανάπτυξη της βιομηχανίας των ΜΜΕ. Δηλαδή, αυτά που η ΕΙΗΕΑ καταγγέλλει σήμερα για τους εφημεριδοπώλες, τα ανέχθηκε για 60 περίπου χρόνια. Το κράτος-τροφός δεν συντηρούσε μόνο έναν πρωτοφανή για τα παγκόσμια δεδομένα αριθμό εφημερίδων πανελλαδικής κυκλοφορίας, συντηρούσε πλούσιες, όσο και παράλογες, πρακτικές, όπως είναι το στάτους των εφημεριδοπωλών. Με άλλα λόγια, μέχρι σήμερα το κράτος πλήρωνε κι όποιος προλάβαινε έπαιρνε.
Δεύτερον, η οικονομική κρίση στον Τύπο είναι μεγάλη και βαθιά, που αναγκάζει τους εκδότες να σκεφτούν κάθε παράμετρο της δραστηριότητάς τους. Η κρίση αξιοπιστίας, από την άλλη πλευρά, δείχνει ότι η ισχύς του Τύπου δεν είναι εκείνη που κάποτε επέτρεπε στους εκδότες να διευθετούν τα των επιχειρήσεών τους με ένα νεύμα προς την πολιτική εξουσία. Η κρίση επαναπροσδιορίζει τις σχέσεις του Τύπου με την πολιτική.
Τρίτον, το κράτος-τροφός υπήρξε για τον Τύπο μακροχρόνια ο καταστροφέας του. Απαξίωσε το μεγαλύτερο κεφάλαιο, την αξιοπιστία του. Ορθώς η ΕΙΗΕΑ και τα πρακτορεία Τύπου αναφέρουν στην ανακοίνωσή τους: «Το καθεστώς που ισχύει σήμερα για τον κλάδο (των εφημεριδοπωλών) διέπεται από διατάξεις νόμων 60 ετών και πλέον, αφού το ποσοστό προμηθείας ανατρέχει σε υπουργική απόφαση του 1949 (!), που εκδόθηκε βάσει εξουσιοδοτικής διάταξης του 1944 (!), αμέσως μετά την απελευθέρωση, με προφανείς τους λόγους που είχαν οι τότε κυβερνήσεις να ελέγξουν τον Τύπο ακόμα και στο σκέλος της διανομής του».
Μόνο που και το 2% του τζίρου χωρίς παραστατικά που διαχειρίζονταν οι εκδότες έχει θεσπιστεί από το 1955 (!). Και αυτό -όπως και πολλές άλλες χαριστικές διατάξεις του μετεμφυλιακού κράτους που διατηρούνται μέχρι σήμερα- θεσπίστηκαν επίσης «με προφανείς τούς λόγους που είχαν οι τότε κυβερνήσεις να ελέγξουν τον Τύπο». Και οι κυβερνήσεις τα κατάφερναν μια χαρά και θα συνεχίσουν να τα καταφέρνουν, όσο οι άνθρωποι του Τύπου δεν κάνουν μια σοβαρή κουβέντα για το παρελθόν και το μέλλον της βιομηχανίας τους.
H ανοιχτή επιστολή της Ενωσης Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΙΗΕΑ) και των Πρακτορείων Διανομής Εφημερίδων, προς τους εφημεριδοπώλες έχει και μια εκπληκτική λεπτομέρεια. «Ο κλάδος σας», γράφουν οι εκδότες προς τους εφημεριδοπώλες, «αποτελεί μοναδικό φαινόμενο, όχι μόνο στον ελληνικό αλλά και στον δυτικό ευρωπαϊκό χώρο, εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, οι οποίοι δεν επιλέγονται από τον εργοδότη τους και των οποίων η αμοιβή δεν προσδιορίζεται από συλλογικές ή ατομικές συμφωνίες μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Και τούτο διότι ο εφημεριδοπώλης δεν επιλέγεται με όρους αγοράς όπως κάθε άλλος εργαζόμενος στο κύκλωμα του Τύπου, αλλά διορίζεται από το κράτος και μάλιστα χωρίς κριτήρια, εφόσον για να γίνει κάποιος εφημεριδοπώλης απαιτείται μόνο η υπογραφή του εκάστοτε υπουργού Τύπου».
Εφημεριδοπώλης με την υπογραφή υπουργού; Αν και αυτό είναι παράδοξο για τον δυτικοευρωπαϊκό χώρο, δεν είναι καθόλου ξένο για την Ελλάδα. Και για να γίνει κάποιος περιπτεράς, ή ταξιτζής την υπογραφή κάποιου υπουργού χρειάζεται. Το κράτος βρίσκεται παντού: ήλεγχε τα πάντα και κυρίως τους μηχανισμούς παραγωγής και διακίνησης των ιδεών. Οπως απέδειξε στο βιβλίο «Πέρα από το άρθρο 16» ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος, ο κρατικός έλεγχος των πανεπιστημίων θεσπίστηκε από το μετεμφυλιακό κράτος ακριβώς για να ελέγξει την παραγωγή και διάχυση των ανατρεπτικών αντιλήψεων, που τότε ήταν οι κομμουνιστικές ιδέες. Ο κρατικισμός στην Ελλάδα, δεν γεννήθηκε ως αριστερό φρούτο ούτε ήταν οικονομική επιλογή. Ηταν μια πολιτική επιλογή της νικήτριας παράταξης, που στόχο είχε την εμπέδωση του αποτελέσματος του 1949.
Οι ηττημένοι του εμφυλίου, μετά την πολιτική αλλαγή του 1981, υπό την έκδηλη επιρροή της λενινιστικής ιδεολογίας αντί να απελευθερώσουν την κοινωνία από τα δεσμά του κράτους, απλώς του αλλάζουν πολιτικό και ιδεολογικό προσανατολισμό διογκώνοντάς το ταυτόχρονα. Αυτό που ονομάζουμε κομματισμό και ρουσφέτι δεν είναι παρά υποπροϊόντα ευρύτερων πολιτικών επιλογών, που είναι η καθυπόταξη της κοινωνίας προς ένα στόχο.
Το ζήτημα όμως είναι ότι αυτό το μοντέλο δεν έχει πλέον τα οικονομικά πλεονάσματα να επιβιώσει και να αναπαραχθεί. Γι’ αυτό και οι συγκρούσεις εκδοτών-εφημεριδοπωλών σχετικά με το ποσοστό αμοιβής των τελευταίων. Οσο παράλογο είναι το 20% επί των ακαθάριστων εσόδων σήμερα, τόσο ήταν και πριν δέκα ή είκοσι χρόνια. Μόνο που στο παρελθόν δεν απασχολούσε κανένα γιατί το κράτος χρηματοδοτούσε πολλαπλώς, αφανώς και πλαγίως τη βιομηχανία των ΜΜΕ και όλοι μπορούσαν να έχουν ένα μικρό ή μεγάλο (αλλά σίγουρα ικανοποιητικό) κομμάτι της πίτας.
Και μετά ήρθε η κρίση. Οπως και στην οικονομία, η κρίση των ελληνικών ΜΜΕ έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από τη διεθνή κρίση. Ο κρατικός εναγκαλισμός της ενημέρωσης (ακόμη και στη διανομή των εφημερίδων) υπονόμευσε μακροχρόνια τις επιχειρήσεις ΜΜΕ. Κατά ένα παράδοξο τρόπο το σύνθημα της Αριστεράς «η ενημέρωση δεν είναι εμπόρευμα», είναι πραγματικότητα στην Ελλάδα με καταστροφικές συνέπειες για τα Μέσα. Οι επιχειρήσεις ΜΜΕ δεν λειτούργησαν με κριτήρια αγοράς, αλλά με όρους σχέσεων με το γκουβέρνο. Και έτσι σπατάλησαν το πολυτιμότερο κεφάλαιό τους. Την αξιοπιστία τους…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 19 & 20.5.2009