Κάθε κυβέρνηση καμώνεται ό,τι καταπολεμά την ακρίβεια και κάθε αντιπολίτευση την καταγγέλλει τα «μέτρα ασπιρίνες».
Μέσα σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, τα κανάλια έφτιαξαν τον ιδεότυπο του «κερδοσκόπου». Αυτός είναι ένας σκοτεινός τύπος, το ομοίωμα του οποίου πυρπολούν κάθε βράδυ στα δελτία «ειδήσεων». Το αστείο είναι ότι όσο πιο ακριβοπληρωμένοι είναι οι σταρ της TV τόσο περισσότερο ωρύονται για την ακρίβεια. Προφανώς δεν κατανοούν ότι αν υπάρχει «αισχροκέρδεια», πρέπει να υπάρχει και «αισχρομισθία», αν υπάρχει «δίκαιη τιμή» της τομάτας, πρέπει να υπάρχει «δίκαιη τιμή» και για τις εμφανίσεις στα παράθυρα.
Τα κανάλια λοιπόν είναι κατά της ακρίβειας. Είναι επίσης και κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού. (Αθέμιτο ανταγωνισμό, ως γνωστόν, έχουμε όταν κάποιος πουλάει φθηνότερα από τον άλλο.) Είναι επίσης υπέρ της προστασίας του εισοδήματος των παραγωγών, οι οποίοι όταν πέφτουν οι τιμές δεν μπορούν να -θου Κύριε!- κερδίσουν τα προς το ζην. Είναι κατά των μεγάλων επιχειρήσεων που μπορούν να έχουν οικονομίες κλίμακας, διότι η μικρομεσαία επιχείρηση είναι η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Θρηνούν για τον θάνατο του εμποράκου -ο οποίος έχοντας πέντε πελάτες την ημέρα πρέπει να πουλάει ακριβά για να τα βγάλει πέρα- και ανησυχούν για την εισβολή των πολυεθνικών, οι οποίες πουλούν φθηνότερα διότι έχουν Θεό τους το κέρδος. Γκρινιάζουν για τα ακριβά ελληνικά, αλλά φοβούνται και τα φθηνά κινέζικα. Γενικώς ανεβάζουν ένα καλό θεατρικό έργο, στο οποίο άλλοι κλαίνε και άλλοι χτυπιούνται.
Εμείς -ως θεατές- περνάμε καλά, αλλά οι εκάστοτε υπουργοί θέλουν να γίνουν μέρος της παράστασης. Εκδίδουν λοιπόν δέσμες μέτρων και ανεβαίνουν στο παλκοσένικο. Και αρχίζει ο διάλογος του παραλόγου: «Μα είναι μέτρα αυτά που παίρνετε κ. υπουργέ;» είναι η ερώτηση -υπονοούμενο. «Βεβαίως», απαντά εκείνος, «διότι είναι γνωστή η πολιτική μας βούληση να συγκρουσθούμε με την αισχροκέρδεια». «Σιγά μη σας φοβηθούνε οι κερδοσκόποι», πετάγεται κάποιος άλλος. «Θέλουμε να κάνουμε σαφές ότι δεν θα ανεχθούμε κερδοσκοπικές συμπεριφορές και κάθε κρούσμα ασυδοσίας θα παταχθεί πάραυτα».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά προσφέρεται άφθονο θέαμα, αλλά η τιμή του άρτου συνεχίζει να ανεβαίνει. Διότι αν πολιτικός επιχειρήσει να απελευθερώσει την αγορά, ανεβαίνει η άλλη παράσταση, που στόχο έχει να προστατεύσει τον καταναλωτή από την κατεψυγμένη ζύμη. Διότι, «ναι μεν τα σούπερ μάρκετ θα πουλούν φθηνά το ψωμί, αλλά ποιος ξέρει τι ψωμί είναι αυτό;».
Ετσι περνάει ο καιρός, μεταρρυθμίσεις που θα καταπολεμήσουν τις ασθένειες της οικονομίας δεν γίνονται και όλοι ασχολούμαστε με τα συμπτώματα. Ενα από αυτά είναι και η ακρίβεια.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 24.2.2008