Μπορεί το σοκ από τις αποκαλύψεις να είναι μεγάλο, αλλά, αν δεν υπήρχαν αυτές, η σήψη θα προχωρούσε βαθύτερα μέχρι διάλυσης της εκκλησίας.
Αλήθεια! Θα γνώριζε κανείς τον κ. Απόστολο Βαβύλη και την πολυπλόκαμη δράση του αν δεν υπήρχαν οι δημοσιογράφοι; Θα ήξερε κανείς τις δραστηριότητες του κ. Ιάκωβου Γιοσάκη και τη διαπλοκή με τη δικαιοσύνη αν δεν έριχνε φως σ’ αυτή η δημοσιογραφική έρευνα; Θα στοιχειοθετούσε κάποιος τους ψιθύρους ότι υπάρχουν επίορκοι δικαστές, αν κάποιοι ρεπόρτερ δεν έψαχναν το θέμα; Θα ξεκινούσε ποτέ η διαδικασία κάθαρσης και αυτοκάθαρσης -με άγνωστα μέχρις στιγμής αποτελέσματα- αν δεν υπήρχε η πίεση των αποκαλύψεων; Ή, μήπως χωρίς την «ευτελή δημοσιογραφία», οι κ.κ. Βαβύλης και Γιοσάκης θα συνέχιζαν και σήμερα το «θεάρεστο» έργο τους, οι δικαστές θα συνέχισαν την έκδοση ανόμων αποφάσεων, οι εκκλησιαστικοί παράγοντες θα μοίραζαν «συστατικές επιστολές» κι όλα θα ήταν μια χαρά στην ελληνική κοινωνία; Τι μας φταίει και πυροβολούμε τους «ταχυδρόμους»; Προτιμούμε τη σήψη χωρίς να γνωρίζουμε ή να μάθουμε μπας κι επέλθει η κάθαρση;
Τούτη η στήλη στάθηκε πολύ επικριτική στην ελληνική δημοσιογραφία. Στηλίτευσε πολλάκις τον κ. Μάκη Τριανταφυλλόπουλο για μύρια δεοντολογικού τύπου παραπτώματα. Του αναγνώρισε όμως και το γεγονός ότι κάνει ρεπορτάζ, κάτι που η «ευπρεπής» ελληνική δημοσιογραφία έχει ξεχάσει εδώ και καιρό. Αυτό το σκάνδαλο δικαιοσύνης-εκκλησίας είναι το μεγαλύτερο σκάνδαλο που αποκαλύπτουν τα ελληνικά ΜΜΕ από εποχής Κοσκωτά. Την άκρη δε του νήματος την είχαν δύο άνθρωποι: Ο κ. Μάκης Τριανταφυλλόπουλος και ο κ. Στέλιος Βορίνας. Όχι ότι αυτό τους αθωώνει για προηγούμενα σφάλματα και παραπτώματα. Αλλά μην κοντά στην «ξερή δουλειά τους» κάψουμε και τη «χλωρή».
Υπάρχουν κάποιες αντιδράσεις από την αποκάλυψη των σκανδάλων. Κάποιες αφορούν την προστασία του κύρους των θεσμών. Αυτό πραγματικά πλήττεται -όχι όμως από την αποκάλυψη των σκανδάλων, αλλά- από τα σκάνδαλα αφεαυτά. «Έστω κι αν τα καρκινογόνα κύτταρα είναι πολλά», έγραψε χθες ο φίλος και συνάδελφος (σε τούτες εδώ τις στήλες) κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος, «ίσως θα ήταν προτιμότερο το απόστημα να μην είχε ποτέ σπάσει. Για λόγους ψυχολογικής ισορροπίας της κοινωνίας και διατήρησης των προτύπων της». («Το ισοζύγιο της κρίσης», «Α.τ.Κ.» 13.2.2005). Κι όμως: Ο «ιερότερος» θεσμός των ΗΠΑ, η αμερικανική προεδρία, είχε πληγεί βαθιά από το «σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ» το 1973-1974. Όχι όμως ανεπανόρθωτα. Σήμερα, η αμερικανική προεδρία χαίρει της εμπιστοσύνης του αμερικανικού λαού, απλώς κανένας πρόεδρος δεν πρόκειται να φτιάξει το παρακράτος που είχε στήσει ο Ρίτσαρντ Νίξον. Έτσι και στην Ελλάδα. Μπορεί το σοκ από τις αποκαλύψεις να είναι μεγάλο, αλλά αν δεν έπεφτε φως η σήψη θα προχωρούσε βαθύτερα μέχρι διάλυσης της εκκλησίας. Εξάλλου, ο κυριότερος λόγος που η διαφθορά έφτασε εδώ που έφτασε ήταν ότι η ιεραρχία ήταν ουσιαστικώς ανέλεγκτη. Και από την Πολιτεία, και από τα ΜΜΕ (οτιδήποτε κι αν γραφόταν υπήρχε ο σπίλος «χτυπάτε την εκκλησία»), αλλά κυρίως και από το σώμα της εκκλησίας, δηλαδή από τον «κλήρο και το λαό».
Η δεύτερη κριτική αφορά (και πάλι) τα μέσα με τα οποία γίνονται οι αποκαλύψεις, δηλαδή τις κασέτες. «Η Κάθαρση της Εκκλησίας είναι “παρωνυχίδα” πλέον», εκτιμά ο κ. Χρύσανθος Λαζαρίδης. «Το μείζον είναι η Κάθαρση της Δημοκρατίας, που αλώνεται από “περίεργους μηχανισμούς” χειραγώγησης της κοινής γνώμης ισοπέδωσης των πάντων, τρομοκράτησης των “ταγών” του πολιτεύματος, παράλυσης κάθε ελεγκτικού μηχανισμού. Εν προκειμένω το “άλας που εμωράνθη” δεν είναι ο σκανδαλιάρης μητροπολίτης. Είναι τα “αντισώματα” της Δημοκρατίας. Που δεν αντέδρασαν.» («Το άλας που εμωράνθη…», «Τύπος της Κυριακής» 13.2.2004)
Υπερπηδώντας το συνωμοσιολογικόν περί «περίεργων μηχανισμών χειραγώγησης της κοινής γνώμης», μπορούμε να πούμε ότι τα αντισώματα της Δημοκρατίας αντέδρασαν. Και δικαστική έρευνα διετάχθη για το ποιοι έκαναν τις υποκλοπές και το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο εξετάζει πιθανά παραπτώματα κατά τη μετάδοσή τους. Κι εδώ ισχύει η ελληνική παροιμία με τα ξερά και τα χλωρά. Στα «ξερά του ποινικού δικαίου» είναι η πράξη των υποκλοπών που πρέπει να τα καούν. Στα «χλωρά του ποινικού δικαίου» είναι η μετάδοσή τους. Στα «ξερά της δικαιοδοσίας του ΕΣΡ» είναι οι ροζ κασέτες, στα «χλωρά» αυτές που αποκαλύπτουν σκάνδαλα δημοσίου συμφέροντος.
Κανένας σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, αλλά και όλα τα μέσα δεν είναι ανίερα. Η πράξη της υποκλοπής δεν «αγιάζεται» επ’ ουδενί λόγω δημοσίου συμφέροντος. Η μετάδοση, όμως, των συνομιλιών (αν δεν υπήρξε παρανομία για την απόκτηση τους) δεν είναι κατ’ ανάγκην κολάσιμη. Το κυριότερο όμως είναι πως ο σκοπός της περιφρούρησης του κύρους των θεσμών δεν αγιάζει το μέσον «ψεύδος» στο οποίο ζούσε ολόκληρη η ελληνική κοινωνία.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 14.2.2005