Οι περισσότεροι επικεφαλής των ΔΕΚΟ δεν κρίνονται ανά διετία. Πρέπει να κρίνονται καθημερινά από την τιμή της μετοχής της επιχείρησης που διοικούν.
Ξεκίνησε με αφορμή τον ανασχηματισμό μια συζήτηση για ενδεχόμενες αλλαγές των διοικητών Δημόσιων Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (ΔΕΚΟ). Κάποιοι προβάλλουν το επιχείρημα ότι με δεδομένο τον ανασχηματισμό πρέπει να εξετασθεί και η διετία των διοικητών και προφανώς να αντικατασταθούν κάποιοι.
Το σκεπτικό τους ακούγεται λογικό (δεν μπορεί να κρίνονται πάνω στη διετία οι υπουργοί και να μένουν στο απυρόβλητο οι μάνατζερ), αλλά είναι εντελώς λάθος. Εδράζεται στη βαθιά πεποίθηση του πολιτικού μας κόσμου ότι οι ΔΕΚΟ αποτελούν βραχίονα του κράτους, άρα και η δράση των στελεχών τους πρέπει να είναι συνέχεια της όποιας πολιτικής ακολουθεί η κυβέρνηση. Αυτή η συλλογιστική όμως δεν παίρνει υπόψη του μερικά άλλα, απλά πραγματάκια.
Κατ’ αρχήν το γεγονός ότι βρήκαμε ανασχηματισμό δεν σημαίνει ότι πρέπει να θάψουμε πέντε, έξι. Κατά δεύτερον, οι περισσότεροι επικεφαλής των ΔΕΚΟ δεν κρίνονται ανά διετία. Πρέπει να κρίνονται καθημερινά από την τιμή της μετοχής της επιχείρησης που διοικούν. Κι αυτός είναι ο ασφαλέστερος δείκτης αποδοτικότητάς των. Όπως οι μέτοχοι κάθε ιδιωτικής επιχείρησης δεν θα κρατούσαν στο τιμόνι έναν άνθρωπο που μειώνει την περιουσία τους, κατά τον ίδιο τρόπο ο βασικός μέτοχος των ΔΕΚΟ που είναι το κράτος (είτε κατέχει πλειοψηφικό ποσοστό είτε όχι) θα πρέπει να απολύει πάραυτα, χωρίς να περιμένει τον ανασχηματισμό, όποιον απαξιώνει την εταιρεία.
Για να χρησιμοποιήσουμε ένα πρόσφατο παράδειγμα, δεν μπορεί να παραμένει στη θέση του ένας διοικητής, όταν ο οργανισμός του οποίου προΐσταται χάνει το ένα τέταρτο της αξίας του σε ενάμιση χρόνο. Άσχετα αν φταίει ο ίδιος ή όχι. Οι νόμοι της αγοράς είναι σκληροί αλλά δίκαιοι. Πρωτίστως για τα στελέχη των εταιρειών.
Η συζήτηση όμως για τα στελέχη των ΔΕΚΟ, ενόψει υπουργικού ανασχηματισμού, δείχνει ότι το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας κι ευρύτερα ο πολιτικός κόσμος δεν έχει ξεκαθαρίσει τι θέλει να κάνει με τις Δημόσιες Επιχειρήσεις. Τις θέλει επιχειρήσεις ή τις θέλει δημόσιο; Διότι με διαφορετικά σταθμά κρίνονται οι διοικούντες τις πρώτες και με άλλα οι κυβερνώντες το δεύτερο. Οι πρώτοι πρέπει να φέρνουν κέρδη. Οι δεύτεροι (μεταξύ άλλων) να παράγουν κοινωνικό έργο.
Το ‘χουμε γράψει πολλάκις. Στόχος του ΟΤΕ, της ΔΕΗ, της Ολυμπιακής κ.λπ. πρέπει να είναι η κερδοφορία και όχι το κοινωνικό έργο. Το τελευταίο είναι δουλειά του στενού δημόσιου τομέα. Αν, δηλαδή, η κοινωνία αποφασίσει ότι για εθνικούς π.χ. λόγους πρέπει να δώσει δωρεάν ρεύμα στους κατοίκους των ακριτικών νησιών, αυτό πρέπει να γίνει διά του κρατικού προϋπολογισμού και όχι μέσω της ΔΕΗ. Η κοινωνία πρέπει διά του κράτους να επιδοτήσει τους κατοίκους και όχι την επιχείρηση. Κι αυτό για έναν απλό λόγο. Όποτε μπλέκει η επιχειρηματικότητα με το κοινωνικό έργο όλοι μεταμφιέζονται σε Σβάιτσερ μεταθέτουν τις ευθύνες αλλού και τις ζημιές στους φορολογούμενους.
Τρανταχτό παράδειγμα είναι η «Ολυμπιακή». Οι εργαζόμενοι ισχυρίζονται ότι οι σωρευμένες ζημιές της οφείλονται στο κοινωνικό έργο που παράγουν, οι διοικήσεις κρύβονταν πίσω από το γεγονός ότι η εκάστοτε κυβέρνηση υποχρέωνε σε υποτιμολογήσεις και οι κυβερνώντες γκρίνιαζαν για τις ζημίες. Και μέσα στον αχταρμά όλοι βολεύονταν. Οι κομματικοί στρατοί που ταξίδευαν χωρίς κατ’ ουσία να πληρώνουν, οι εργαζόμενοι εξασφάλιζαν διάφορα προνόμια, και οι διοικούντες τις μίζες των.
Γι’ αυτό οι ΔΕΚΟ και τα στελέχη τους πρέπει να βγουν από τον πολιτικό κύκλο. Πρέπει να κρίνονται σκληρά, αλλά με όρους αγοράς. Αν πάνε καλά με τους προαναφερθέντες όρους, να απολαμβάνουν προνόμια ανάλογα με αυτά απολαμβάνουν οι συνάδελφοι τους στον ιδιωτικό τομέα. Αν πάνε άσχημα, να «ανασχηματίζονται» πάραυτα από τη συνέλευση των μετόχων.
Έτσι πρέπει να πορευτούμε, αν θέλουμε κάποια στιγμή να σταματήσουμε να πληρώνουμε εσαεί τα ελλείμματα…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 1.2.2006