Το ύφος της εξουσίας είναι το εποικοδόμημα, που θα ’λεγε ο Κάρολος Μαρξ. Χτίζεται πάνω στο ήθος της εξουσίας και, επιπλέον, το ήθος της εξουσίας είναι που εκπέμπεται προς τα έξω ως ύφος της εξουσίας.
Για τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Νίκο Φίλη ένας από τους τρεις λόγους που οδήγησαν στη συντριπτική ήττα του κόμματός του ήταν «το ζήτημα του ύφους της εξουσίας. Ορισμένες συμπεριφορές δημιούργησαν μια απόσταση των πολιτών από τη διακυβέρνηση» (Θέμα FM, 27.5.2019). Αυτό είναι αληθές. Η αλαζονεία που εξέπεμπαν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προς οποιονδήποτε δεν τους προσκυνούσε –είτε αυτοί ήταν στελέχη της αντιπολίτευσης, είτε ΜΜΕ, είτε δημοσκόποι– υπήρξε παροιμιώδης. Για όλους όσους θεωρούσαν αντιπάλους είχαν μια κακή κουβέντα. Και αν δεν έβρισκαν γι’ αυτούς, περιλάμβαναν τις συζύγους τους, τους πατεράδες, τις ερωμένες· όποιον, τέλος πάντων, έβρισκαν πρόχειρο.
Το ύφος της εξουσίας, όμως, είναι το εποικοδόμημα, που θα ’λεγε ο Κάρολος Μαρξ. Χτίζεται πάνω στο ήθος της εξουσίας και, επιπλέον, το ήθος της εξουσίας είναι που εκπέμπεται προς τα έξω ως ύφος της εξουσίας. Το βασικό πρόβλημα της υπερτετραετούς διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήταν η απουσία δημοκρατικού ήθους, δηλαδή της τήρησης των άρρητων κανόνων του πολιτεύματος που ενδυναμώνουν τη Δημοκρατία. Ηταν το έλλειμμα «θεσμικής αυτοσυγκράτησης», όπως έγραψαν οι Στίβεν Λεβίτσκι και Ντάνιελ Ζίμπλατ στο βιβλίο τους «Πώς πεθαίνουν οι Δημοκρατίες» (εκδ. Μεταίχμιο).
Το έλλειμμα αυτό φάνηκε από την εποχή της αντιπολίτευσης, όταν χάιδευαν τα αυτιά κάθε μειοψηφικής ομάδας που παρέβαινε τους κανόνες της πλειοψηφίας. «Εσείς δείξατε τον δρόμο της αξιοπρέπειας, της αυτοπεποίθησης και της ανατροπής», είχε πει ο κ. Αλέξης Τσίπρας στους έκνομους της Κερατέας (30.5.2012). Να σημειώσουμε ότι «δρόμος της αξιοπρέπειας, της αυτοπεποίθησης και της ανατροπής» περιελάμβανε εμπρησμούς οχημάτων και μηχανημάτων, επιθέσεις στο αστυνομικό τμήμα, απόπειρα δολοφονίας ενός αστυνομικού και της οικογένειάς του την ώρα που κοιμούνταν στο σπίτι κ.ά.
Το «έλλειμμα θεσμικής αυτοσυγκράτησης» έγινε ξεκάθαρο όταν κατέκτησαν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με τις ωμές παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, την προσπάθεια ελέγχου των ΜΜΕ, την περιφρόνηση των Ανεξάρτητων Αρχών. Υπήρξε και η εμβληματική φράση «πήραμε την κυβέρνηση, αλλά όχι την εξουσία». Αυτό, πρέπει να προσέξουμε, δεν δείχνει μόνο το έλλειμμα δημοκρατικού ήθους, αλλά και την αδυναμία κατανόησης του πολιτεύματος.
Σε μια Δημοκρατία ποτέ μια κυβέρνηση δεν παίρνει –και δεν πρέπει να έχει– την εξουσία. Κατ’ αρχήν, αυτή ανήκει αξιωματικώς στον λαό και ασκείται επ’ ονόματί του. Χωρίζεται στα τρία, επειδή αυτό το ευαίσθητο πολίτευμα δεν μπορεί να επιβιώσει όταν μια ομάδα ανθρώπων αναλαμβάνοντας και την κυβέρνηση, ασκεί όλη την εξουσία. Μεταπολεμικώς, μάλιστα, δημιουργήθηκαν και άλλοι θεσμοί περιορισμού της, όπως είναι οι Ανεξάρτητες Αρχές. Ατύπως ο έλεγχός της διαχέεται στην κοινωνία των πολιτών, στους μαζικούς φορείς, στα ΜΜΕ, στους διανοούμενους κ.λπ. Η Δημοκρατία απεχθάνεται τη συγκέντρωση της εξουσίας. Αποτελεί έναν διαρκή αγώνα δημιουργίας μηχανισμών ελέγχου και ισορροπιών.
Η μεγαλοφυΐα της Δημοκρατίας είναι ο ρεαλισμός της. Δεν στηρίζει τη λειτουργία της στην παραδοχή ότι κάποιοι άνθρωποι είναι καλοί και αγαθοί και το μόνο καθήκον των πολιτών είναι να τους βρουν για να τους αναθέσουν τη διακυβέρνηση. Βασίζεται στο δεδομένο ότι «η εξουσία διαφθείρει ακόμη και τους καλούς και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα, ακόμη και τους άγιους». Οσο για τις «προθέσεις» των υποκειμένων, ισχύει ό,τι και περί ορέξεως: κολοκυθόπιτα.
Η Δημοκρατία δεν νοιάζεται για την «αγαθότητα των σκοπών», που κάποιος διακηρύσσει ότι έχει, διότι η «αγαθότητα» είναι και αυτή κοινωνική κατασκευή. Κάποιος θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει πως το συνδικαλιστικό κίνημα δεν έχει «αγαθούς σκοπούς», αφού στοχεύει σε περισσότερα λεφτά για μια ομάδα του πληθυσμού, ενώ η τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη» είχε ένα «ιδεώδες υπέρ του ανθρώπου» αφού δεν στόχευε στον πλουτισμό των μελών της. Ανοησίες. Δεν έχει καμιά σημασία ο σκοπός των υποκειμένων. Αρκεί να τηρούνται οι κανόνες συμβίωσης. Η Δημοκρατία επιτρέπει σε όλους να διεκδικήσουν το μέγιστο, εντός του προκαθορισμένου πλαισίου. Γι’ αυτό εξάλλου φτιάχτηκε: για την αναίμακτη διευθέτηση των αντικρουόμενων συμφερόντων, για τη σύγκρουση πεποιθήσεων και ουχί ανθρώπων.
Εκεί ακριβώς βρίσκεται η δημοκρατική ανηθικότητα των λαϊκιστών, που γίνεται αχρειότητα των φασιστικών ή κομμουνιστικών καθεστώτων. Στην παραδοχή ότι υπάρχει κάποιος ιερός σκοπός, ο οποίος δεν είναι απλώς σημαντικότερος των δημοκρατικών κανόνων, αλλά είναι τόσο μεγάλος που οι κανόνες μπορούν ή πρέπει να καταπατούνται. Ο εν λόγω σκοπός μπορεί να αφορά το (αφηρημένο) «έθνος», την (γενικευμένη) «κοινωνία», τον (αόρατο) «Θεό» ή οτιδήποτε άλλο. Επειδή δε οι συγκεκριμένες έννοιες δεν είναι σαφώς ορισμένες, τα πάντα μπορούν να δικαιολογηθούν. Από τα πραξικοπήματα μέχρι τους φόνους και μέχρι τις κλοπές.
Στο βιβλίο του κ. Γιάνη Βαρουφάκη «Ανίκητοι ηττημένοι» (εκδ. Πατάκη) υπάρχει ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο για το πώς φαντάζονται τη νομιμότητα στο Μέγαρο Μαξίμου. Τον Ιούλιο του 2015, «ενημέρωσα τον πρωθυπουργό για τα σημαντικά ζητήματα της ημέρας, κυρίως για τον ρυθμό με τον οποίο τα χρήματα διέρρεαν από τα ΑΤΜ. Κάποια στιγμή ανέφερα επίσης τα καταχωνιασμένα 16 δισ. Τα μάτια του έλαμψαν. “Τι; Υπάρχουν 16 δισ. που κάνουν χωρίς να κάνουν τίποτα και δεν τα χρησιμοποιούμε για να γεμίσουμε τα ΑΤΜ;” ρώτησε. Εξήγησα πως δεν μπορούμε να ακουμπήσουμε τα χρήματα αυτά. Η κατάσχεσή τους θα ισοδυναμούσε με κλοπή, καθώς δεν ήταν δικά μας αλλά στοκ χαρτονομισμάτων ιδιοκτησίας της Φρανκφούρτης. (…) “Μα Γιάνη”, διαμαρτυρήθηκε ο Αλέξης, “αν το παιδί μου πεινά και δεν έχω λεφτά, έχω το ηθικό δικαίωμα να κλέψω ένα μπουκάλι γάλα. Δεν είναι ίδια η περίσταση;” (…) Ο Φλαμπουράρης έσπευσε να υπερασπιστεί τον προστατευόμενό του: “Εχουμε κάθε δικαίωμα”, βροντοφώναξε, “να πάρουμε αυτά τα λεφτά για να σταματήσει να υποφέρει ο λαός”».
Το θέμα δεν ήταν μόνον η ηθική ένσταση του κ. Βαρουφάκη «από πότε η κλοπή έγινε μέρος του πολιτικού οπλοστασίου της Αριστεράς;» αλλά η βραχυπρόθεσμη οπτική της πολιτικής ανηθικότητας. Μια τέτοια κίνηση θα έκανε την Ελλάδα κράτος-πειρατή. Θα την απομόνωνε όχι μόνον από την Ευρώπη, αλλά από όλον τον κόσμο. Με δεδομένο δε ότι στο πεντάμηνο έφευγαν από τις τράπεζες γύρω στα 30 δισ., τα 16 έφταναν για δύο μόλις μήνες. Και μετά;
Κάπως έτσι με πύρρειες νίκες, που κόστισαν πολύ στους δημοκρατικούς θεσμούς πολιτεύτηκε η κυβέρνηση. Και ο κ. Νίκος Φίλης χτυπάει το σαμάρι του ύφους και αποφεύγει να κοιτάξει τον γάιδαρο του δημοκρατικού ήθους. Εκεί βρίσκεται το βασικό έλλειμμα στη διακυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 9.6.2019