Οι δύο υπάρχουσες προσεγγίσεις στο ΚΙΝΑΛ έχουν να κάνουν με την εκλογική μηχανική και δεν αφορούν τις αληθινές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Σοσιαλδημοκρατία παγκοσμίως.
Πέρα από τη συνωμοσιολογία και τα σου είπα, μου είπες στο Κίνημα Αλλαγής, πέρα από τις ψυχολογικές ερμηνείες για γινάτια και αυτοκτονικές τάσεις, υπάρχει και μια σοβαρή πολιτική διαφωνία. Την αποκάλυψε ο ίδιος ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος μιλώντας στον ΣΚΑΪ την περασμένη Δευτέρα (3.6.2019). Ο ίδιος πιστεύει «αφήστε τον ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση, στρατηγικά ηττημένο, χωρίς μοχλούς εξουσίας, να αποσαθρωθεί. Εδώ εμείς [πρέπει να] μετέχουμε στο στρατόπεδο της νίκης, γιατί εμείς οικοδομήσαμε την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΙΝΑΛ, οι βουλευτές του, η μάχη μας στη Βουλή, η μάχη μας στα μέσα ενημέρωσης». Από την άλλη, η ηγεσία του κόμματος πιστεύει ότι «είναι δεδομένο πως η Νέα Δημοκρατία θα κερδίσει και θα έχει αυτοδύναμη πλειοψηφία. Εμείς λοιπόν ασχολούμαστε με το τι θα γίνει στην αντιπολίτευση, θέλουμε το ΚΙΝΑΛ να είναι στην αντιπολίτευση ισχυρό ώστε να αντιμετωπίσει τον ΣΥΡΙΖΑ».
Ο κ. Βενιζέλος λέει, «εγώ αγωνίστηκα και αγωνίζομαι να μην είναι αυτοδύναμη η Νέα Δημοκρατία, διότι η Νέα Δημοκρατία αυτοδύναμη θα είναι αιχμάλωτη των αντιφάσεών της, έχει όρια, έπρεπε να υπάρχει εγγυητής, αντίβαρο». Η κ. Γεννηματά προσεύχεται να είναι αυτοδύναμη η Ν.Δ. «για να μην έχει πρόβλημα και δίλημμα μετά τις εκλογές».
Και οι δύο προσεγγίσεις έχουν θετικά κι αρνητικά, ευκαιρίες και κινδύνους. Στα πλην της προσέγγισης Βενιζέλου είναι η ευρωπαϊκή εμπειρία που δείχνει ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα φθίνουν όταν συνεργάζονται με τη Δεξιά, όπως έγινε στη Γερμανία. Στα συν, πέρα από τις υπαρκτές αδυναμίες και αντιφάσεις που θα εμφανιστούν σε μια διακυβέρνηση της Ν.Δ., υπάρχει και το γεγονός ότι σε μια εποχή που η πολιτική έγινε ακριβή και οι νέοι αδιαφορούν γι’ αυτή, σε μια χώρα όπου το κράτος παίζει κεντρικό ρόλο, η συμμετοχή στην κυβέρνηση δημιουργεί καλύτερες προϋποθέσεις για παραγωγή πολιτικών και στελεχών στον κεντροαριστερό χώρο. Στα πλην της προσέγγισης της κ. Γεννηματά είναι αυτό που επεσήμανε (με ιδιαίτερη έμφαση) ο κ. Βενιζέλος: «Τι αντιπολίτευση θα κάνει το ΚΙΝΑΛ; Εποικοδομητική, ευρωπαϊκή, συναινετική ή λαϊκιστική και ανεύθυνη; Στον λαϊκισμό και στην ανευθυνότητα δεν είναι δυνατόν να ανταγωνιστεί κανείς τον κ. Τσίπρα και το κόμμα του».
Το πρόβλημα, όμως, του ΚΙΝΑΛ είναι πως και οι δύο αυτές προσεγγίσεις θα αποδειχθούν μακροπρόθεσμα ατελέσφορες. Κι αυτό διότι εμπεριέχουν ένα βασικό έλλειμμα σχετικά με την πραγματική πολιτική. Εχουν να κάνουν με την εκλογική μηχανική και δεν αφορούν τις αληθινές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Σοσιαλδημοκρατία παγκοσμίως. Η διαφωνία δεν αφορά π.χ. το κράτος πρόνοιας (τι είδους; πόσο; πώς;), το ύψος και την κλιμάκωση της φορολογίας, τις εργασιακές σχέσεις στην εποχή της παγκοσμιοποίησης κ.λπ. Μην πιάσουμε και τα νεότερα και πιο σύνθετα ζητήματα που είναι terra incognita για όλο το κομματικό σύστημα: ρομποτική, τεχνητή νοημοσύνη κ.λπ.
Βεβαίως, είναι εύκολο να διαπιστώνει κάποιος το πρόβλημα και δύσκολο αυτό να λυθεί. Εδώ κοτζάμ SPD με παράδοση, πόρους, δεξαμενές σκέψεις κ.λπ. πασχίζει να βρει φυσιογνωμία χωρίς να τα πολυκαταφέρνει, πόσο δε μάλλον ένα συρρικνωμένο ΚΙΝΑΛ σε προεκλογική περίοδο και με τα στελέχη του να έχουν ως πρώτο μέλημα την εκλογική τους διάσωση. Ομως, ας μη γελιόμαστε. Οσο το πρόβλημα παραμένει, η ελληνική Σοσιαλδημοκρατία θα έχει μπρος βαθύ γαλάζιο και πίσω ΣΥΡΙΖΑ. Και οι καβγάδες για το με ποιον θα πάνε και ποιον θα αφήσουν θα συνεχίζονται…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 9.6.2019