Οι διαμαρτυρίες της 28ης Οκτωβρίου βρήκαν τον μαγικό τους συμβολισμό. Το έθνος γιόρταζε το «όχι» κατά των εισβολέων Ιταλών, ενώ ο αστερισμός των καθολικώς διαμαρτυρόμενων το μετέφρασε -με διάφορες ιστορικές προσθαφαιρέσεις- σε «όχι» κατά των χρηματοδοτών Γερμανών.
Ηταν θλιβερά όσα διαδραματίστηκαν στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις κατά τη διάρκεια των παρελάσεων για την 28η Οκτωβρίου. Η προσβολή στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας, οι προπηλακισμοί των επισήμων που έφτασαν μέχρι τον ξυλοδαρμό ενός βουλευτή είναι φαινόμενα που τραυματίζουν βαθιά τη δημοκρατία. Κάποιοι συμπολίτες μας δεν μπορούν να καταλάβουν τα όρια της διαμαρτυρίας, όπως δεν κατανοούν το ισοζύγιο της δημοκρατίας (δικαιώματα και υποχρεώσεις): Η διαμαρτυρία είναι καθ’ όλα νόμιμη, αλλά για να είναι και θεμιτή πρέπει να γίνεται με άλλο τρόπο και σε άλλο τόπο.
Πέρα όμως από το τυπικό των «εκδηλώσεων της οργής», την αήθεια και τα έκτροπα που κάποιες φορές τις πλαισιώνουν, η νέου τύπου διαμαρτυρία έχει ένα καινούργιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό: την «περίεργη» χρήση της ιστορίας.
Κατ’ αρχάς πρέπει να τονίσουμε ότι το πολύχρωμο κίνημα των Ελλήνων «Αγανακτισμένων» έχει έναν ιδρυτικό μύθο. Ενα πανό αυτών που ξεκίνησαν το κίνημα αυτής της διαμαρτυρίας. Σύμφωνα με μία φήμη, οι Iσπανοί indigatos μάς έψεξαν γράφοντας «Σσς! Οι Ελληνες κοιμούνται». Κυκλοφόρησε ευρέως στο Facebook και σε άλλα social media, που άρχισε να μαζεύει τους πρώτους Ελληνες στις πλατείες, και το κίνημα διογκώθηκε άσχετα αν το συγκεκριμένο το πανό δεν εμφανίστηκε ποτέ· ούτε σε φωτογραφία ούτε ως μαρτυρία. Το θιγμένο φιλότιμο υπήρξε η μαγιά της ελληνικής αγανάκτησης.
Γενικώς, πάντως, η ιστορική αλήθεια και η ιστορική ακρίβεια δεν είναι άμεση προτεραιότητα του κινήματος. Μπορεί να θυσιαστεί αρκεί να επιτευχθεί μια καλή ρίμα. Για παράδειγμα, το σύνθημα, που ξεκίνησε από το Σύνταγμα, «Η χούντα δεν τελείωσε το ’73, πεθαίνει απόψε σε τούτη την πλατεία» κυριαρχεί. Εχει μεταλλαχθεί σε «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία, η χούντα δεν τελείωσε το ’73». Να πούμε σε όλους τους της ελληνικής παιδείας μετέχοντες «Αγανακτισμένους» ότι πραγματικά η χούντα δεν τελείωσε το ’73. Τελείωσε στις 24 Ιουλίου του ’74.
Οι διαμαρτυρίες της προηγούμενης Παρασκευής βρήκαν τον μαγικό τους συμβολισμό. Το έθνος γιόρταζε το «όχι» κατά των εισβολέων Ιταλών, ενώ ο αστερισμός των καθολικώς διαμαρτυρόμενων με διάφορες ιστορικές προσθαφαιρέσεις το μετέφρασε σε «όχι» κατά των χρηματοδοτών Γερμανών.
Βεβαίως, το κλίμα είχε διαμορφωθεί από νωρίς. Διάφοροι προύχοντες της ανέξοδης οργής είχαν καλλιεργήσει το κλίμα περί νέας (και προφανώς χρηματοδοτούμενης) κατοχής. Ο πρωθυπουργός απεκαλείτο από διάφορα περιώνυμα ακροδεξιά και ακροαριστερά μπλογκ «Τσολάκογλου» και επομένως η κραυγή «προδότη» στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν αναγκαστικά η φυσική συνέχεια. Ματαίως λοιπόν ο κ. Δημήτρης Παπαδημούλης επιχείρησε να αποσυνδέσει τον ΣΥΡΙΖΑ από την προσβολή στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας. Αν, όπως ισχυρίζεται ο ομοτράπεζός του κ. Παναγιώτης Λαφαζάνης, ζούμε σε «καθεστώς ξένης κατοχής», τότε ο συνεργαζόμενος μ’ αυτό Ελληνας ανώτατος άρχων είναι «προδότης». Απλός λογικός συνειρμός που μπορεί να κάνει κάθε διαμαρτυρόμενος, ακόμη κι αν δεν ανήκει στον ΣΥΡΙΖΑ.
Φέτος, κάποιοι επιχείρησαν να νοηματοδοτήσουν την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου με την αντίσταση στο Μνημόνιο. Η αλήθεια είναι ότι ιστορικά συμβάντα έχουν νοηματοδοτηθεί αυθαίρετα πολλές φορές. Από τους μετεμφυλιακούς πανηγυρικούς στα σχολεία μέχρι τα μηνύματα των κομμάτων για τις εθνικές επετείους η Ιστορία δεινοπαθεί κάθε χρόνο. Επόμενο ήταν να διαστρεβλωθεί και φέτος. Ο κ. Μανώλης Γλέζος το συνόψισε καλύτερα απ’ όλους: «Πριν από 71 χρόνια ο λαός μας είπε «όχι» στην προσπάθεια της κατάργησης της ελευθερίας του λαού μας και σήμερα ο ελληνικός λαός είπε «όχι» στη μετατροπή της χώρας μας σε προτεκτοράτο».
Είναι περίεργο που διάφοροι αριστεροί επικαλούνται το «όχι» ενός δικτάτορα για να το χρησιμοποιήσουν στη σημερινή συγκυρία; Προφανώς όχι. Σ’ αυτό το ιδεολογικό τουρλουμπούκι που δημιούργησε τα τελευταία χρόνια η αριστερά, όλα είναι εφικτά. Με επικοινωνιακές και ιδεολογικές αλχημείες παρουσιάζονται κάποιες δικτατορίες «αντιλαϊκές» και κάποιες άλλες «πρότυπα δημοκρατίας». Ετσι το «όχι» του Ιωάννη Μεταξά -ο οποίος, σημειωτέον, ήταν πρωθυπουργός χωρίς λαϊκή νομιμοποίηση- ερμηνεύτηκε ως «το όχι του λαού και ουχί του δικτάτορα». Ας είναι! Ετσι κι αλλιώς, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού νομιμοποίησε το «όχι» του Μεταξά πολεμώντας γενναία τον εισβολέα.
Το «όχι», όμως, του δικτάτορα και του λαού δεν ήταν αυθύπαρκτο. Δεν ήταν ένα γενικό «όχι». Εμπεριείχε κι ένα «ναι». Ο ελληνικός λαός είπε τοις πράγμασι «ναι» στο απέναντι μέτωπο, στη φιλελεύθερη κοινοβουλευτική Δύση.
Ηταν ένα ακόμη «ναι» σε μια ιστορική πορεία συμπαράταξης της μικρής Ελλάδος με τη Δύση, συμπαράταξη που ξεκινά από το Ναβαρίνο, έχει οφέλη μετά τον καταστροφικό πόλεμο του 1897 (επεστράφη η Θεσσαλία), χαλυβδώνεται μετά την κατίσχυση του Ελευθέριου Βενιζέλου στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και γίνεται τόσο ισχυρό που ακόμη και ο ομοϊδεάτης των δυνάμεων του Αξονα κυβερνήτης δεν το αναιρεί.
Το «όχι» του 1940 ήταν «ναι» σε όλους αυτούς που, κατά την αριστερή μυθολογία, μάς «δυναστεύουν» σήμερα. Ηταν «όχι» σε μια από τις τερατογενέσεις του δυτικού πολιτισμού, δηλαδή στον φασισμό. Συνεχίστηκε με ένα δεύτερο «όχι» την περίοδο 1944-1949, στην άλλη τερατογένεση του δυτικού πολιτισμού, που ήταν ο σοβιετικός κομμουνισμός. Θα συμφωνήσουμε βέβαια ότι η ιστορία είναι πολύπλοκη, το ίδιο και ο Εμφύλιος. Θα συμφωνήσουμε επίσης ότι πολλοί που εντάχθηκαν στον Δημοκρατικό Στρατό ήταν κυνηγημένοι από το δεξιό παρακράτος της εποχής. Αλλά οι σχεδιασμοί της ηγεσίας του ΚΚΕ ήταν σαφείς· έξοδος της Ελλάδας από το μπλοκ της φιλελεύθερης Δύσης. Αλλά όσοι αμφισβητούν αυτό το «όχι» του λαού οφείλουν να μας εξηγήσουν μια παραδοξότητα: αν ήταν «όχι» του λαού, αυτό που είπε χωρίς δημοψήφισμα ο μη εκλεγμένος Μεταξάς, γιατί να μην υπάρχει «όχι» του λαού μετά από ένα δημοψήφισμα, έστω κι αν το ΚΚΕ απείχε; Πώς γεννιέται ένα «όχι» του λαού σε μια δικτατορία και δεν γεννιέται μετά από ένα, έστω κολοβό, δημοψήφισμα;
Η Ελλάς ανήκει στη Δύση παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που κάνουν κοτσαμπάσηδες, ανατολικόφρονες (οπαδοί μιας απροσδιόριστης μυθικής ανατολής), οπαδοί του Στάλιν ή του Μάο παλιότερα, του Τσάβες σήμερα και δεν ξέρουμε ποιας γραφικής προσωπικότητας αύριο. Ο δυτικός προσανατολισμός είναι στο DNA του ελληνικού κράτους· αυτόν είχε στον πυρήνα της η Ελληνική Επανάσταση του 1821 και μ’ αυτόν κατάφερε όσα πέτυχε η χώρα. Μπορούμε να φανταστούμε τι θα γινόταν αν κυβερνήτες της χώρας όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος ή ο Ιωάννης Μεταξάς δεν επέλεγαν να συμπαραταχθούν με τη φιλελεύθερη Δύση και αγκάλιαζαν τις αρρωστημένες αποφύσεις της; Αν ο Εμφύλιος κατέληγε με τη χώρα στο απέναντι στρατόπεδο;
Ο δύσκολος δρόμος προς τη Δύση
Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα ανήκαμε στην Ανατολή. Ο ορθόδοξος ελληνισμός, και λόγω της Τουρκοκρατίας, απείχε πολύ από τη Δύση. Είχε χάσει τις μεγάλες επαναστάσεις της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού και της επιστήμης. Οι Ελληνες, όμως, διαφωτιστές έκαναν για τον ελληνισμό μια στρατηγική επιλογή – αφού βέβαια κέρδισαν μια λυσσαλέα πολιτική μάχη. Αποφάσισαν ότι η Ελλάς ανήκει στη Δύση. Αυτό βοηθούσε πολιτικά τον αγώνα για ανεξαρτησία, αλλά εδραζόταν και στην πραγματικότητα. Από τη μια μεριά υπήρχε ένα «ανατολικό μοντέλο» που κατέρρεε (η Οθωμανική Αυτοκρατορία) και από την άλλη η σφριγηλή Δύση, που μεγαλουργούσε στα πάντα. Εκτοτε η Ελλάς είναι στρατηγικά προσανατολισμένη στη Δύση. Γι’ αυτό τριπλασίασε την έκτασή της και μεγαλούργησε σε πολλούς τομείς.
Ο δρόμος της Ελλάδας προς τη Δύση δεν ήταν ποτέ στρωμένος με ροδοπέταλα. Τα προβλήματα δεν προέρχονταν τόσο από το εξωτερικό -η Ελλάδα λόγω της αρχαίας κληρονομιάς έχει σημαντική θέση στην ιδεολογική κατασκευή της Δύσης- όσο από το εσωτερικό. Η δυτική ολοκλήρωση της χώρας ποτέ δεν ήταν ανέφελη και ποτέ προχώρησε χωρίς τη λυσσαλέα αντίδραση μιας άλλης «βαθιάς Ελλάδας». Υπήρξαν εμφύλιοι στις απαρχές του ελληνικού κράτους και μεγάλοι διχασμοί στη συνέχεια.
Ενα από τα σημαντικότερα βιβλία ανάλυσης της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας είναι του καθηγητή Νικηφόρου Διαμαντούρου με τίτλο «Πολιτιστικός δυϊσμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης». Σ’ αυτό παρουσιάζεται ολοκληρωμένα και με εξαιρετική τεκμηρίωση ένα όχι και τόσο καινοφανές ερμηνευτικό σχήμα των βαθύτερων πολιτικοκοινωνικών συγκρούσεων που διατρέχουν την ελληνική ιστορία, αυτού που όλοι γνωρίζουμε και σχηματικά ονομάζουμε τον διχασμό της χώρας μεταξύ Ανατολής και Δύσης. «Το γνωστό δίπολο «Ελληνας-Ρωμιός «», γράφει ο κ. Διαμαντούρος, «καθώς και οι πολλές παραλλαγές που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα μαζί του (π. χ. Δύση-Ανατολή, λογιοτατισμός-δημοτικισμός, Ευρώπη-Βαλκάνια, Ευρώπη-Ελλάδα κ. λπ.) αποτελούν χρήσιμη πρώτη ύλη… (για την) πληρέστερη κατανόηση της λειτουργίας της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας… Η παραλλαγή που υιοθετείται στην προκειμένη περίπτωση… είναι το δίπολο «μεταρρυθμιστική» – «παρωχημένη» πολιτισμική παράδοση ή κουλτούρα.
Το υπόβαθρο που το στηρίζει είναι η αντιδιαστολή της πολιτισμικής παράδοσης που έχει τις ρίζες της στην Αναγέννηση, τη Μεταρρύθμιση και την Αντιμεταρρύθμιση, την επιστημονική επανάσταση και τον Διαφωτισμό με εκείνη που εδράζεται στις ιστορικές εμπειρίες του Βυζαντίου, της Ορθοδοξίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (ως συστήματος διακυβέρνησης) και της Τουρκοκρατίας…
» Βασικό χαρακτηριστικό του προτεινόμενου σχήματος ερμηνείας είναι ότι καθεμιά από τις δύο αυτές παραδόσεις συγκροτεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα θεώρησης και κατανόησης και νοηματοδότησης του κόσμου και του ιστορικού γίγνεσθαι, με δικό του όραμα για το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας…»
Διαβάστε
– Νικηφόρος Διαμαντούρος, «Πολιτιστικός δυϊσμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης», εκδ. Αλεξάνδρεια
– Στέλιος Ράμφος, «Η λογική της παράνοιας», εκδ. Αρμός
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 6.11.2011