Ενας από τους βασικούς παράγοντες που έκαναν εκρηκτική τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ήταν το γεγονός ότι η κυβέρνηση του Μπιλ Κλίντον κατάργησε το 1999 τον διαχωρισμό επενδυτικών και εμπορικών τραπεζών, που είχε θεσπίσει το 1933 ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ.
Το εμφανές αποτέλεσμα της κατάργησης του διαχωρισμού των ιδρυμάτων ήταν ότι η κρίση των στεγαστικών δανείων διαχύθηκε σε όλο τον τραπεζικό τομέα. Δεν έμεινε ανέγγιχτος πιστωτικός οργανισμός που θα μπορούσε να συνεχίσει την κανονική δουλειά του, δηλαδή να μαζεύει καταθέσεις και να δίνει δάνεια. Ομως και πριν από την κρίση υπήρχε μια αφανής επιβάρυνση στην οικονομία.
Στον καπιταλισμό κάθε επιχείρηση προσπαθεί να μεγιστοποιήσει τα κέρδη της, και κατά τη δεκαετία του 2000 οι μεγάλες αποδόσεις δεν ήταν στη δανειοδότηση επιχειρήσεων, αλλά στη συμμετοχή στο μεγάλο πάρτι των περίεργων χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Ολος ο τραπεζικός τομέας προσανατολίστηκε προς αυτή την κατεύθυνση. Οι μεγάλες τράπεζες «αγόραζαν» τα καλύτερα μυαλά της Αμερικής (μαθηματικούς, φυσικούς κ.ά. με διδακτορικά) για να φτιάξουν όλο και πιο πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, οι μικρές μοίραζαν ανέλεγκτα στεγαστικά δάνεια, τα οποία μετά τιτλοποιούσαν και πουλούσαν στις μεγάλες. Επί της ουσίας υπήρχε τεκμαρτή χασούρα για μια τράπεζα –μικρή ή μεγάλη– να ξοδέψει ενέργεια και ανθρώπινους πόρους για να ασχοληθεί με την παραγωγική οικονομία. Υπήρχαν αλλού πορτοκαλιές που έκαναν περισσότερα πορτοκάλια.
Στην Ελλάδα ευτυχώς δεν έχουμε subprimes, CDO, CDS κ.λπ. Τα δικά μας τραπεζικά στελέχη έχουν αποδυθεί στο κυνήγι των προμηθειών. Παράδειγμα: μετά την απόφαση της κυβέρνησης να αποδοθεί ΑΦΜ στις πολυκατοικίες, οι λογαριασμοί των διαχειριστών φορτώθηκαν με 30-60 ευρώ για «έξοδα νομιμοποίησης νομικών προσώπων», η δε διατήρηση λογαριασμού για την πολυκατοικία έχει μηνιαίο κόστος από 2,5 έως 5 ευρώ. Το βασικό όμως θέμα είναι αλλού: Τι κίνητρα ή αντικίνητρα δίνονται στις τράπεζες για να κάνουν τη βασική δουλειά τους, που είναι καταθέσεις – δανειοδοτήσεις, όταν το 50% (1,8 δισ.) της κερδοφορίας τους (3,6 δισ.) ή το 17% των εσόδων ήταν το 2023 από προμήθειες; Πόσο υγιές είναι ένα σύστημα που αντί να παίρνει ρίσκα στην παραγωγική οικονομία εφευρίσκει διαρκώς νέους τρόπους για να αρμέγει τους πελάτες του; Να σημειώσουμε ότι «τα συνολικά έσοδα του 2023, που αυξήθηκαν κατά 10% ετησίως, ήταν 10,4 δισ. ευρώ (…), ενώ 3,6 δισ. ευρώ ήταν τα καθαρά κέρδη της προηγούμενης χρήσης» («Κ», 19.3.2024). Με τέτοια περιθώρια κέρδους, τα 840 εκατ. ευρώ μέρισμα μοιάζουν λίγα. Φέτος, μόνο στους εννέα πρώτους μήνες του 2024 τα κέρδη έφθασαν στα 3,683 δισ. ευρώ.
Από επιχειρηματική άποψη είναι απολύτως ορθολογική η τακτική των τραπεζών και ας γκρινιάζουμε εμείς (από τον πρωθυπουργό μέχρι τον τελευταίο σχολιογράφο) ότι πρέπει να στηρίξουν την πραγματική οικονομία. Γιατί να μπουν στον κόπο και το ρίσκο των επιχειρηματικών δανείων, όταν έχουν εξασφαλισμένη –και μάλιστα διευρυνόμενη– κερδοφορία από τις προμήθειες; Για παράδειγμα, τα ορθά μέτρα καταπολέμησης της φοροδιαφυγής με τη χρήση πλαστικού χρήματος σημαίνουν αύξηση των εσόδων από προμήθειες των POS που είναι οι μεγαλύτερες στην Ευρώπη· 0,3-0,4% ο μέσος όρος της Ε.Ε., 0,5-1,7% στην Ελλάδα.
Ολοι χαρήκαμε για τις ελαφρύνσεις των 150 εκατ. ευρώ στις προμήθειες. Οπως λένε οι πολίτες στα ρεπορτάζ του δρόμου που κάνουν τα κανάλια, «ε, ό,τι και να δώσει καλό είναι…». Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το εναπομείναν 1,65 δισ. ευρώ βαρύνει επιχειρήσεις και καταναλωτές και τελικώς με τον έναν ή τον άλλον τρόπο καταλήγει στην τσέπη μας. Εχει κανείς την αίσθηση ότι οι υπερβολικές χρεώσεις σε κάθε συναλλαγή μέσω POS χάνονται στον αιθέρα ή βαρύνουν τους πωλητές;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 22.12.2024