Πέρα από την επιχείρηση δημοσίων σχέσεων της τρομοκρατίας, η ελληνική κοινωνία έχει μπροστά της δύο πράγματα. Τις δίκες της τρομοκρατίας που θα εξετασθούν τα φονικά και μόνο τα φονικά των 27 προηγούμενων ετών και μια μεγάλη συζήτηση για την πολιτική βία, τι την εξέθρεψε, τι την αιτιολόγησε και πως καλύφθηκε. Είναι ξέχωρα πράγματα και καλά είναι να τα ξεχωρίσουμε όλοι μας…
«Σέβομαι την ανθρώπινη ζωή». Η δήλωση αυτή δεν ανήκει στον Αλβέρτο Σβάιτσερ, ούτε την Μητέρα Τερέζα, αλλά στον κ. Δημήτρη Κουφοντίνα, άνθρωπο ο οποίος με προηγούμενη δήλωσή του αναλαμβάνει την «πολιτική ευθύνη» για 27 δολοφονίες. Η δήλωση αυτή θα είχε κάποιο περιεχόμενο αν ο κ. Κουφοντίνας ισχυριζόταν ότι δεν έχει σχέση με τα φονικά της 17Ν ή ότι μετά τη δολοφονία Σόντερς το μετάνιωσε και τα δύο τελευταία χρόνια πλέον «σέβεται την ανθρώπινη ζωή». Αντιθέτως, ισχυρίζεται ότι: και σέβεται την ανθρώπινη ζωή και δεν ζητά συγνώμη για τους 27 τάφους που έχει την «πολιτική (προς το παρόν) ευθύνη».
Δεν είναι σχιζοφρενής: η μέχρι τούδε στάση του δείχνει ότι ο «επαναστατικός αγώνας» του γύρισε σελίδα. Στόχος τώρα είναι η καρδιά και το μυαλό των πολιτών (μεταφορικά κι όχι με σφαίρες). Στοχεύει αφενός μεν στη δημιουργία ενός κινήματος συμπαράστασης από την συνήθη Αριστερά, αλλά και σε ότι «τσιμπήσει» από τη συνήθη καχύποπτη μεσαία τάξη. Θέλει να εμφανιστεί, όπως παρουσιάζεται στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»: «άνετος, ήρεμος, αποφασιστικός, ώριμος κι ευγενικός». Τι κι αν επισημαίνει ο κ. Μίκης Θεοδωράκης: «Για πρώτη φορά συμβαίνει στην ιστορία να συλλαμβάνονται δολοφόνοι και να μην έχεις το αίσθημα ότι πρόκειται για δολοφόνους. Με τον τρόπο που συμπεριφέρονται οι δημοσιογράφοι (…) αγιοποιούν τους τρομοκράτες». «Αγέρωχος και περήφανος», χαρακτηρίζεται από τα κανάλια όταν τον δείχνουν να δρασκελίζει το κατώφλι του Κορυδαλλού.
Κυρίως όμως ο κ. Κουφοντίνας θέλει να εμφανιστεί ως φορέας πολιτικών απόψεων, τις οποίες – σύμφωνα με τον αρχισυντάκτη της «Ελευθεροτυπίας» κ. Γ. Παπαδόπουλο Τετράδη – οφείλει η Πολιτεία να συζητήσει!!! «Τώρα το πολίτευμα που έχουμε μπορεί να κάνει το διάλογό του με έναν που το αντιπαλεύει και να πολεμήσει μαζί του στο πεδίο της μάχης που αξίζει στην πραγματική Δημοκρατία: στο λόγο και τα επιχειρήματα.» (Ελευθεροτυπία 8.9.2002)
Εκεί εδράζεται και η στρατηγική του κ. Κουφοντίνα. Θέλει να μεταβάλει το δικαστήριο σε αρένα πολιτικής αντιπαράθεσης, να συζητήσει με την Πολιτεία αν και στους πόσους φόνους έχουμε «πολιτική δράση», ή αν στο όνομα οποιασδήποτε ιδεολογίας επιτρέπεται να σακατεύουμε ανθρώπους. Μόνο που – δυστυχώς γι’ αυτόν – αυτά τα ζητήματα έχουν λυθεί εδώ και πολύ καιρό. Σε καιρό Δημοκρατίας πολιτική δράση υπάρχει μόνο με το λόγο. Με 45άρια κι αίμα έχουμε έγκλημα, το οποίο είναι πάντα ποινικά κολάσιμο – είτε πρόκειται για έγκλημα τιμής (ιδεολογικό είναι κατά βάθος κι αυτό, μιας κι εδράζεται στην ιδεολογία της παράδοσης), είτε για φόνο από χέρι κάποιων ιδεολογικά σαλεμένων.
Μέχρι στιγμής οι «δημόσιες σχέσεις» της τρομοκρατίας πέφτουν στο κενό, αλλά αυτό δεν πρέπει να μας εφησυχάζει. Αν θεωρήσουμε ως αξιόπιστες τις διαρροές που γίνονται από τις δικαστικές αρχές, η συζήτηση των ανακριτών με τον κ. Κουφοντίνα περιορίζεται στην «επανάσταση» και στον Τσε Γκεβάρα, ενώ αντίθετα θα έπρεπε να συζητούν μόνο για τον Παύλο Μπακογιάννη και τα άλλα 26 αδικοχαμένα θύματα της «17 Νοέμβρη». Αν ο κ. Κουφοντίνας δεν θέλει να μιλήσει για την οργάνωση που άφησε 27 χαροκαμένες οικογένειες είναι δικαίωμά του σεβαστό. Υποχρέωση όμως των δικαστών δεν είναι να συζητούν τις ιδεολογικές παραξενιές του κ. Κουφοντίνα, αλλά τις πράξεις που του αποδίδουν. Στο κάτω-κάτω της γραφής δεν ανακρίνεται και κατ’ επέκταση δεν δικάζεται γι’ αυτά που πιστεύει, αλλά γι’ αυτά που κατηγορείται ότι έκανε.
Η παρουσία του κ. Γιάννη Σερίφη στην πορεία (κατά της κυβέρνησης ήταν; Υπέρ του ΠΑΟΚ ήταν; θα σας γελάσω) ήταν ένα έξοχο κόλπο δημοσίων σχέσεων. Αν συλληφθεί μπορεί άνετα να δηλώσει ότι ποινικοποιούνται οι κοινωνικοί αγώνες και να ζητήσει συμπαράσταση από τους υπόλοιπους 3.999 που συμμετείχαν στη διαδήλωση γιατί «έρχεται και η σειρά σας». Βεβαίως, δικαίωμα είναι το κ. Σερίφη να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε διαδήλωση αυτός θέλει – είτε κατά της παγκοσμιοποίησης, είτε υπέρ του ΠΑΟΚ. Το ερώτημα είναι αν υπάρχουν στοιχεία εναντίον του κι εδώ οι αρχές οφείλουν μια ξεκάθαρη όσο κι επίσημη απάντηση. Αν υπάρχουν γιατί δεν συλλαμβάνεται; Αν δεν υπάρχουν, επίσημως επίσης πρέπει να κλείσουν όλο αυτόν το κύκλο των φημών και διαρροών.
Πέρα από την επιχείρηση δημοσίων σχέσεων της τρομοκρατίας, η ελληνική κοινωνία έχει μπροστά της δύο πράγματα. Τις δίκες της τρομοκρατίας που θα εξετασθούν τα φονικά και μόνο τα φονικά των 27 προηγούμενων ετών και μια μεγάλη συζήτηση για την πολιτική βία, τι την εξέθρεψε, τι την αιτιολόγησε και πως καλύφθηκε. Είναι ξέχωρα πράγματα και καλά είναι να τα ξεχωρίσουμε όλοι μας…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 9.9.2002