Η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007 γέννησε στις ΗΠΑ δύο ριζοσπαστικά κινήματα. Το πρώτο ήταν το «Κίνημα των Καταλήψεων» (π.χ. Occupy Wall Street, Occupy Together κ.ά.) που χάθηκε στους δαιδάλους του αριστερού φαντασιακού. Το εκ δεξιών Tea Party υπήρξε πιο ανθεκτικό. Κέρδισε εκλογές, μεταμορφώθηκε σε MAGA (Make America Great Again, Κάνε την Αμερική Μεγάλη Ξανά) και ξανακέρδισε εκλογές.
Και τα δύο κινήματα ξεκίνησαν αντιπολιτευόμενα τη μεγάλη κρατική παρέμβαση στις αγορές, που άρχισε με 800 δισ. δολάρια (Emergency Economic Stabilization Act) επί προεδρίας Τζορτζ Μπους. Επαναλήφθηκε επί Ομπάμα και μετά, για πολιτικούς λόγους, πήρε άλλες μορφές. Τα αιτήματα όμως των δύο κινημάτων ήταν διαφορετικά. Το «Κόμμα του Τσαγιού» ζητούσε να σταματήσει κάθε ομοσπονδιακή ανάμειξη στις αγορές, έστω κι αν χρεοκοπούσε το σύμπαν. Το «Κίνημα των Καταλήψεων» ζητούσε να ενισχυθούν οι πολίτες αντί των τραπεζών. Οι αμερικανικές κυβερνήσεις προτίμησαν το αντίθετο. Το να ενισχυθούν τα νοικοκυριά, που αφρόνως δανείστηκαν για να αγοράσουν σπίτι, αποτελούσε «ηθικό κίνδυνο». Το να ενισχυθούν οι τράπεζες, που αφρόνως δάνεισαν, ήταν «ε, και τι να κάνουμε τώρα;». Ετσι φθάσαμε σε ένα παράδοξο του νέου καπιταλισμού. Καταστράφηκε πραγματικός πλούτος για να διαφυλαχθεί ο εικονικός στους ισολογισμούς των τραπεζών. Η συντριπτική πλειονότητα των περίπου 17 εκατ. σπιτιών που κατασχέθηκαν την περίοδο 2007-2015 ρήμαξε.
Στις ενδιάμεσες εκλογές του 2010 οι υποψήφιοι του Tea Party σάρωσαν. Στις συγκεντρώσεις τους ακούγονταν συνθήματα όπως «Τραπεζίτες, hedge funds, Bear Stearns δεν έχτισαν αυτή τη χώρα. Εργάτες σαν εμάς το έκαναν». Αντιθέτως, το «Κίνημα των Καταλήψεων» άρχισε να φθίνει· ίσως να χάθηκε στις συζητήσεις αν αυτή είναι η ευκαιρία να ξεφορτωθούμε τον καπιταλισμό, ή αν η κακιά Wall Street πρέπει να είναι γένους θηλυκού ή κάτι πιο συμπεριληπτικό.
Με ρεπουμπλικανική –ελεγχόμενη από το «Κόμμα του Τσαγιού»– πλειοψηφία στο Κογκρέσο δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει άλλη άμεση κρατική ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο όμως συνέχισε να έχει βουνά πολύμορφων «τοξικών προϊόντων» που θα μπορούσαν να τινάξουν στον αέρα όλο το σύστημα. Γι’ αυτό και παρενέβη η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ διά της «ποσοτικής χαλάρωσης». «Εκδόθηκαν» δεκάδες τρισ. δολάρια τα οποία χρησίμευσαν για την εγγύηση από την κεντρική τράπεζα ακόμη και των αποκαλούμενων junk bonds. Κι αυτά αποτελούσαν τότε «συστημικό κίνδυνο»…
Οσοι σήμερα αναρωτιούνται γιατί επιμένει ο πληθωρισμός, αφού ξεπεράστηκε το σοκ της πανδημίας, ίσως πρέπει πρώτα να ρωτήσουν τι απέγινε η ρευστότητα των εκατοντάδων τρισ. δολαρίων, ευρώ, γιεν κ.λπ. που παρήχθη την προηγούμενη δεκαετία για να στηριχθούν οι αγορές.
Πάντως σε πρώτη φάση η υπερβάλλουσα ρευστότητα στις ΗΠΑ ανέβασε τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, πρωτίστως των μετοχών. «Η ποσοτική χαλάρωση της Fed οδήγησε σε αυτό που θα γινόταν η μεγαλύτερη ανοδική πορεία στην ιστορία του χρηματιστηρίου», λέει ο δημοσιογράφος Τζέιμς Τζάκομπι στο εκπληκτικό ντοκιμαντέρ της δημόσιας τηλεόρασης των ΗΠΑ «Η εποχή του εύκολου χρήματος» («The Age of Easy Money», PBS, 14.3.2023). «Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα ανέβασε τεχνηέντως τις τιμές των μετοχών», εξηγεί η Ράνα Φορουχάρ, συντάκτρια των Financial Times. «Και όταν λέω με τεχνητό τρόπο εννοώ ότι δεν άλλαξε τίποτα στην Apple, στην IBM ή στην GE. Δεν ήταν σαν κάποιος να εφηύρε το νέο πράγμα μετά το 2008, αλλά οι επενδυτές έγιναν επιθετικοί στο χρηματιστήριο, οπότε οι τιμές των μετοχών αυτών των εταιρειών ανεβαίνουν χωρίς να έχει αλλάξει το παραμικρό, δίχως να έχει εφευρεθεί κάτι καινούργιο».
Θα συνεχίσουμε την Τρίτη…