Ούτε του λόγου μου ούτε κανείς άλλος, θαρρώ, έχει την ετυμολογική σοφία του καθηγητή κ. Γιώργου Μπαμπινιώτη, ο οποίος δυστυχώς έγινε περισσότερο γνωστός από την υπερπαραγωγή λεξικών που κυκλοφορεί στο εμπόριο. Δεν την είχα και στα μικράτα μου, όταν νόμιζα ότι η λέξη «ορθοπαιδικός» αφορούσε τα παιδιά και ήταν για την πλούσια φαντασία μου κάτι μεταξύ μπαμπούλα και χωροφύλακα.
Αλλά και αργότερα, η ελλιπής μου σοφία δεν επέτρεψε να γνωρίζω ότι «η λέξη πλάστηκε πρώτα στη Γαλλική (orthopédique, orthopédie) από ελληνικά συνθετικά στοιχεία και αποτελεί ελληνογενή ξένο όρο. Συγκεκριμένα, σχηματίστηκε από τις λέξεις ορθός και παιδικός, επειδή αρχικώς αναφερόταν στις σωματικές δυσπλασίες των παιδιών» (Γ. Μπαμπινιώτης, «Διάγνωση για μία λέξη-πολυτραυματία», «Καθημερινή», 3.12.2024). Απλώς θυμάμαι τον έφηβο εαυτό μου να τσακώνεται με (ημιμαθή επίσης) φίλο για την ορθή γραφή της λέξης που βλέπαμε σε μπρούντζινα πλακίδια, στις εισόδους κατοικιών.
Δεν θυμάμαι το επιχείρημα του φίλου υπέρ του «ορθοπαιδικός», αλλά σίγουρα δεν ήταν η πραγματεία του Γάλλου γιατρού Nicolas Andry. Το δικό μου επιχείρημα οφειλόταν στην τρομάρα που είχα μικρός για τους ορθοπεδικούς και στη νεανική αφέλεια με επίκληση της λογικής. «Αυτοί που έφτιαξαν τη γλώσσα», έλεγα, «δεν μπορεί να είναι τόσο χαζοί ώστε να φτιάξουν τις λέξεις μόνο και μόνο για να μπερδεύουν τους μαθητές». Φευ! Οι νόμοι και οι αστυνόμοι της γλώσσας είχαν ανά χείρας την «Traité d’orthopédie ou l’art de prévenir et corriger dans les enfants les difformités du corps». Να σημειώσουμε εδώ ότι η νεανική αφέλεια δεν συνίστατο μόνο στη σκέψη ότι κάποιοι απρόσιτοι σοφοί «έφτιαχναν τη γλώσσα», αλλά και στην πίστη ότι αυτοί «δεν είναι τόσο χαζοί για να φτιάχνουν τις λέξεις μόνο και μόνο για να μπερδεύουν τους μαθητές». Να θυμηθούμε ότι ζούσαμε στην εποχή που έπρεπε να αποστηθίζουμε τον ακριβή αριθμό μετρικών τόνων παραγωγής ζαχαροτεύτλων της ΕΣΣΔ!
Μεγαλώνοντας και μαθαίνοντας λίγα εγγλέζικα δεν θαύμασα μόνο τον πλούτο αυτής της γλώσσας, αλλά και την πλαστικότητά της. Κάθε καινούργια έννοια είχε λέξη, δίχως να ξεσκονίζονται πραγματείες του 18ου αιώνα για την ορθή γραφή. Ισως γι’ αυτό κυριάρχησε. Μέχρι να συγκληθεί το κονκλάβιο των σοφών να φτιάξει το «ακτινοδισκόφωνο» όλοι οι Ελληνες μιλούσαν για τα cd. Χρειαζόμασταν, βλέπετε, μια λέξη για να αποκαλούμε τα ασημί δισκάκια που έμπαιναν στο σπίτι μας.
Ακόμη πιο ζηλευτή είναι η πλαστικότητα της γραφής. Η αγγλική χρωστάει πολλά σε εκείνο τον λαϊκό καλλιτέχνη που έφτιαξε την «αριθμοφωνητική»(;) «αριθμοσυνωνυμική»(;) –βοήθεια, κ. Μπαμπινιώτη!– την (τέλος πάντων) Numeronym γραφή. Η ασύλληπτη ευφυΐα αυτού που πρωτοέγραψε «4U» αντί «for you» χάραξε νέους δρόμους έκφρασης, καλλιτεχνικής δημιουργίας και δυνατοτήτων για τη γλώσσα. Αντιθέτως, εμείς κρύβουμε κάθε νεωτερισμό της ελληνικής σε εισαγωγικά, σαν να ντρεπόμαστε γι’ αυτόν.
Είναι αυτή η αμηχανία παράγωγο του βάρους που νιώθουμε από την (κάποτε) πλουσιότερη γλώσσα του κόσμου; Πιθανόν. Δεν νομίζουμε ότι υπάρχει άλλη χώρα που να είχε σκοτωμούς στους δρόμους για την ορθή χρήση της. Υπάρχουν κάποιες δομημένες ιεραρχίες στην ελληνική κοινωνία που ορίζουν όχι μόνο το τι λέμε, αλλά και πώς ακριβώς το λέμε; Ακόμη πιο πιθανό.
Το θέμα είναι ότι με νόμους και αστυνόμους η ελληνική μένει στάσιμη ενώ το κακό παραμονεύει και τη γλώσσα υπονομεύει. Τα παιδιά μας κάνουν άλλα beef, πέραν της λέξης «ορθοπε(αι)δικός. Σημείωση: «Οταν ακούσετε τα παιδιά σας να λένε ότι έχουν μπιφ (beef), εννοούν ότι με κάποιον τσακώθηκαν –υπήρξε ένταση–, ξεκίνησαν μια διαμάχη, αλλά μονομάχησαν μόνο με λέξεις και όχι με μπουνιές, κλωτσιές και τα λοιπά» («Καθημερινή», 5.10.2022). Η ελληνική πεθαίνει, αλλά τουλάχιστον θα πάει ετυμολογικώς ακέραιη.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 8.12.2024